Σημαίνει: Mένω:
- μαλάκας
- παγωτό
- καρότο
- άναυδος,
- κάγκελο
- σύξυλος,
- στήλη άλατος,
- εμβρόντητος,
- μαρμαρωμένος,
- με το στόμα ανοιχτό,
- ενεός,
- άλαλος,
- σέκος (αυτό σημαίνει επίσης πεθαίνω ακαριαία),
- σκουπόξυλο,
- κατάπληκτος κλπ κλπ κλπ.
Το «μένω πίπα» είναι μία εμφανής παρομοίωση κάποιου που μένει με το στόμα ανοιχτό, σαν να κάνει πίπα.
- Το είπες τελικά στους γονείς σου ότι θα παντρευτείς την Κούλα;
- Ναι, εχτές, και όταν το είπα έμειναν και οι δύο πίπα. Η πρώτη αντίδραση ήταν μετά από πέντε λεπτά, που πήγε ο πατέρας μου να βάλει να πιει ουίσκι.
3 comments
vikar
Γαμάτο!... Δέν τό 'χω ακούσει ποτέ, αλλα γαμάτο.
Επισκέπτης
κοίτα να δείς ε; εγώ αυτό ακούω συνέχεια! το μένω παγωτό ή καρότο αντίστοιχα δεν τα έχω ακούσει ποτέ!
johnblack
Εγώ ακούω συνέχεια το καρότο κ το παγωτό, ποτέ όμως αυτό.