Σημαίνει: Mένω:

  • μαλάκας
  • παγωτό
  • καρότο
  • άναυδος,
  • κάγκελο
  • σύξυλος,
  • στήλη άλατος,
  • εμβρόντητος,
  • μαρμαρωμένος,
  • με το στόμα ανοιχτό,
  • ενεός,
  • άλαλος,
  • σέκος (αυτό σημαίνει επίσης πεθαίνω ακαριαία),
  • σκουπόξυλο,
  • κατάπληκτος κλπ κλπ κλπ.

Το «μένω πίπα» είναι μία εμφανής παρομοίωση κάποιου που μένει με το στόμα ανοιχτό, σαν να κάνει πίπα.

- Το είπες τελικά στους γονείς σου ότι θα παντρευτείς την Κούλα;
- Ναι, εχτές, και όταν το είπα έμειναν και οι δύο πίπα. Η πρώτη αντίδραση ήταν μετά από πέντε λεπτά, που πήγε ο πατέρας μου να βάλει να πιει ουίσκι.

Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified