Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:
- ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
- γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
- δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
- τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε
Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη -ι. Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.
Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.
Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.
- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...
10 comments
Vrastaman
Σωστοοοος!
jesus
σπεεεκ
acg
Ζαγορακης ο σκυλος και οπως παντα εμπεριστατωμενος στην πραγματεια του περι ξεψωλιου. Να συμπληρωσω και το ψωλίδι για να κλεισει το θεμα.
krepsinis
Υποκλίνομαι στο σλαγκικό σου εύρος...Es lebe Poniriskilo! Στρατηγός με 5 αστέρια!
Επισκέπτης
xaxaxaxaxaxaxaxa..........
Galadriel
Δηλαδή όσες αντοχές και να χει ένα θηλυκό, σε αυτό το λήμμα δεν υπάρχει έλεος! Παναγία βόηθα!
GATZMAN
Τι;Η Παναγία να αυξήσει τις αντοχές για ακόμα πιο advance πίστες;
Galadriel
Ενδεχομένως, αν και αυτό που είχα υπόψη μου είναι, να δώσει σε σας φώτιση to stick to the basics και να με απαλλάξει έτσι από πειρασμούς.
Hank
Αστεράτος! Πάντως και οι δύο σημασίες του ξε-, και η επιτατική και η στερητική προέρχονται από το εκ, που στον Αόριστο/ Παρατατικό γίνεται εξ-, άμα ακολουθεί φωνήεν, και από παρελθοντικά, όπως εξέφευγον έγινε το ξεφεύγω κι αναλογικά και άλλα.
Η εντύπωσή μου είναι ότι το εκ σημαίνει κάτι που το έχουμε περάσει και το έχουμε αφήσει πίσω μας. Οπότε τα στερητικά «ξεπαγώνω» και «ξεβρακώνομαι» τα κάνω αφού πρώτα έχω «παγώσει» και «βρακώθει». Ενώ τα επιτατικά «ξεσκίζω», «ξεκωλώνομαι» σημαίνουν ότι σκίζω ή ξεκωλώνω τόσο πολύ που το αντικείμενο χάνει την δυνατότητα να αναγνωριστεί ως «ξεσκισμένο», «ξεκωλωμένο». Το «ξε» προσδίδει την ιδιότητα του διαμπερούς στο «ξέσκισμα» κτλ. Ίσως υπάρχουν μόνο κάποιες τελείως νεώτερες-πρόσφατες λέξεις, όπου το «ξε» είναι απλό στερητικό κι έχει χάσει την σημασία του «εκ». Τέσπα, αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ρίζα των διαφορετικών «ξε» είναι κοινή απ' το «εκ».
Vrastaman
Επίσης, ξέψωλο και ξεψωλιάρης.