Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Υπήρχε πάντως ο τίτλος τσόντας. Του Γκουσγκούνη ήταν;

#2
GATZMAN

Βέβαια.Γκουσγκούνης και πάσης Γελάδος

#3
knasos

Ατάκα που ακολουθούσε το κούρεμα. Αυτή και το συ-συ-σύννεφο, ε-ε-έρχεται! Το είχες στο μυαλό σου ω Βράστα; Το είχες ε; ε, ε;