Τα χώνω όλα μέσα.
(την ωρα του σεξ:)
Και τα παπούτσια μεεσααααααά...!
Got a better definition? Add it!
Η γραβάτα.
- Είναι να πάω σε γάμο και πρέπει να φορέσω πουτσοδείκτη.
Got a better definition? Add it!
Διάρροια, πρωκτοζούμι, με πάει αίμα.
- Τσιρλιπιπί με πάει!
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάς με κοιλιακούς.
Κόψε ρε τον τυπά κοιλιακούς που έχει, ποιός είναι; Ο καραμολέγκος;
Βλ. και φέτες.
Got a better definition? Add it!
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει ό,τι βρει.
- Ρε μαλάκα πως τη γαμάς αύτη ρε σαβουρογαμόσαυρε;
- Αν δε μπαζώσεις, σπίτι δε χτίζεις!
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος.
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Οι μπότες με μύτη μπροστά.
- Πάλι αυτά τα κατσαριδοκτόνα φοράς; Ποιος είσαι ρε, ο γιος του αροξόλ;
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάς που τριγυρνά έξω από τις γυναικείες τουαλέτες, μπας και πετύχει καμιά μεθυσμένη να τη γαμήσει.
- Μεγάλος ύαινας ο τυπάκος εκεί, θυρωρός είναι στα WC;
- Γυπάκος ο τζακαλάκος!
Got a better definition? Add it!