Ο γέρος άνθρωπος, το χούφταλο.
- Με τό' να πόδι στον τάφο το κούγιαβλο και μας έφαγε τη γκόμενα. Έρημη αφραγκία!
Ο γέρος άνθρωπος, το χούφταλο.
- Με τό' να πόδι στον τάφο το κούγιαβλο και μας έφαγε τη γκόμενα. Έρημη αφραγκία!
Got a better definition? Add it!
Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το
Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.
Got a better definition? Add it!
Η ελαφρόμυαλη, η χαζή ξανθιά των ανεκδότων.
Ποιος την υπολογίζει νομίζεις το λαφρογιόρτι; Μόνο να κουκουνίζεταιp ξέρει.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιδιώκει να βρει ευκαιρία να εκμεταλλευθεί.
Ο τύπος κυκλοφορεί στην πιάτσα και αλλοίμονο στα κοριτσάκια τέτοιος αβανταδόρος που είναι.
Got a better definition? Add it!
Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.
Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.
Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που ασχολείται να λέει τα μελλούμενα (φλυτζανού, χαρτορίχτρα κ.λ.π.).
Μάζεψε όλη τη γειτονιά η φαλτζού να τους πει την τύχη τους. Κοίτα μωρέ τι δημοφιλείς τύποι υπάρχουνε!
Got a better definition? Add it!
Έγινε ακριβώς ό,τι δεν θέλαμε να γίνει και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: ήρθε κι έδεσε, τώρα μάλιστα!, τη βάψαμε!
Το ξέρασες; Μα εγώ μυστικό στο είπα βρε βλογημένε. Ωχ! σία κι αράξαμε...
Got a better definition? Add it!
Συμπληρώθηκε το αποτέλεσμα, που ούτως ή άλλως δεν μας ευνοούσε. Όπως λέμε ότι μια πράξη είναι το «κερασάκι στην τούρτα».
(Παθών:) - Πήγα τη νύχτα νομίζοντας ότι είναι μόνη της. Έρχεται ο θειος της ξαφνικά. Στο καπάκι νάτη κι η μανούλααα! (Συνομιλητής:) - Ωχ! Μάλιστα! Ήρθε κι έδεσε...
Got a better definition? Add it!
Άλλα λέει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, είτε γιατί είναι βλάκας είτε γιατί είναι αφηρημένος.
Μάνα:
- Κοίτα! Μαύρισε ο ουρανός. Έρχεται μπόρα.
Κόρη:
- Εντάξει ρε μάνα. Τό 'σπασα το ποτήρι. Τί να κάνουμε τώρα;
Μάνα ή τρίτος συνομιλητής:
- Άιντέεε! τρία πουλάκια κάθονται...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά!
Got a better definition? Add it!