Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.
Αστεράτη γκόμενα.
Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.
Αστεράτη γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Δεν τρελαίνομαι κιόλας, δεν γοητεύομαι, δεν είναι της πρώτης επιλογής μου.
Εντάξει ρε παιδί μου, ωραίος γκόμενος δε λέω, μα δεν σπάω και καρέκλες πια.
Got a better definition? Add it!
Μετά συγχωρήσεως.
- Με το μπαρδόν κούκλα, από δω πάμε για το νεκροταφείο;
Got a better definition? Add it!
Απειλητική έκφραση, όμοια με το «περίμενε και θα δεις τί έχεις να πάθεις». Μπορείς να το συναντήσεις και ως αγάντα και σού 'ρχομαι.
- Συνεχίστε το βιολάκι σας εσείς, αγάντα κι έφτασα και θα τα πούμε ένα χεράκι. (φαντάσου τώρα να είσαι ξένος και να προσπαθείς να μάθεις ελληνικά. Μαθαίνονται αυτά μωρέ;)
Got a better definition? Add it!
Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.
Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.
- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.
Got a better definition? Add it!
Είμαι εξαιρετικά επιδέξιος άνθρωπος.
Αυτόν να τον φοβάστε. Σκίζει χασέδες και ράβει σώβρακα.
Got a better definition? Add it!
σκάρτος, σκαρτάρω:
Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.
Λειψός.
Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.
Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.
Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.
Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.
Got a better definition? Add it!
Η σπαρίλα, η βαρεμάρα.
- Τον έπιασε μουργέλα και δεν πάει πουθενά ούτε κάνει τίποτε.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε κάποιον που φαγώνεται (λυσσάει) με κάτι.
Όλη την ώρα τα ίδια θα λέμε; Σ' έπιασε και δεν σ' αφήνει. Ωχου! λύσσα κακιά!
Got a better definition? Add it!
Επίθετο: ο κουντουρντισμένος.
Κοίτα, κοίτα! Κουντούρντισε στην κολόνα. Χαράς στην αφηρημάδα. Σαν και τούτον κανείς.
Κάτσε κάτω χριστιανέ μου επιτέλους! Κουντούρντισες πια σήμερα...
Δεν κάθεσαι και λίγο στο σπίτι πια; Κάθε βράδυ κουντουρντάς.
Got a better definition? Add it!