Σε αντίθεση με την έκφραση μαλλιά κουβάρια (πχ. «αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια») που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία μπερδεγουαίυ κατάσταση, τα μαλλιοκούβαρα είναι άλλου παππά ευαγγέλιο. Είναι τεχνικός όρος του μηχανοκίνητου αθλητισμού που σημαίνει πάω με τσίτα γκάζια, ξεχνάω τι σημαίνει φρένο, έχω μία φόρα εν πάσει περιπτώσει που αν δε με δεις νά 'ρχομαι από πίσω θα περάσω από πάνω σου.

Κι εκεί που πάω εγώ χαλαρά και δεξιά στην παραλιακή βλέπω στο καθρεφτάκι ένα Evo τουμπανιασμένο να 'ρχεται μαλλιοκούβαρα. Κατεβάζω, τουρμπίζει και της δίνω και είμαστε τώρα και κυνηγιόμαστε μέχρι τον Πράπα μέχρι που σκάει από την Αχιλλέως μπατσικό και λέω την κάτσαμε τη βάρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενίοτε και ως «η Άρτα και τα Γιάννενα», η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μέγα πλήθος ετερόκλητων πραγμάτων, από τα 2537 αντικείμενα που κατά μέσο όρο έχει η γυναικεία τσάντα μέχρι τα 46 κρεματζόλια και χαϊμαλιά που φοράει το μέσο πιριπιτσόλι.

1
- Το Σούλι και τα Γιάννενα έχει εδώ μέσα... Πού να το βρω το ρημάδι το κινητό; Σκάσε κι εσύ ρε αναθεματισμένο, ντριν και ντριν.

2
- Ωραίο γκομενάκι η Σπίνη ρε συ!
- Έλα ρε το πιρπιτσόλι τώρα, που βγαίνει πρωί πρωί με το Σούλι και τα Γιάννενα πάνω της λες και πάει κι εγώ δεν ξέρω πού. Ασήμια, χρυσάφια, μπακίρια, τζίγκιρι μίγκιρι όλα να βαράνε. Παρ' την εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μεγάλωσε-και-μυαλό-δεν-έβαλε». Ανεπρόκοπος, ανάξιος και αναγάπητος, ένας τύπος μεγάλος το δέμας - μικρός το μυαλό, που ασχολείται με θέματα που δεν αρμόζουν στην ηλικία του. Παιδί ν' ανοίξεις σπίτι.

- Καλά ρε μαντράχαλε, δε σού 'κοψε ότι αν ανέβεις στο ποδηλατάκι του παιδιού θα το σπάσεις, 100 κιλά μαλάκας; Και είναι και Κυριακή και είναι κλειστό το JUMBO και θα κλαίει όλη μέρα, γαμώ την καταδίκη μου μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τα παίρνει εύκολα και ωσεκτουτού κάνει τη μία μαλακία πίσω από την άλλη. Χρησιμοποιείται είτε μόνο του στην ονομαστική, είτε με το όνομα Παρασκευάς στην κλητική. Περιέργως δεν απαντάται σε άλλες πτώσεις ή με άλλα ονόματα. Παρά ταύτα (και ευτυχώς) η χρήση του δεν περιορίζεται μόνο στους ατυχείς συνανθρώπους μας που φέρουν το συγκεκριμένο όνομα.

  1. Δεν σού 'πα εγώ ότι ο Ρούλης είναι ντιπ τάγκαλος; Φά'τα τώρα που πίστεψες ότι θα κλείσει αυτός εισιτήρια για τους Stones. Κάτσε τώρα σπίτι μαλάκα.

  2. - Καλά ρε τάγκαλε Παρασκευά, πόσες φορές στά 'πα και μού 'πες ότι κατάλαβες;
    - Εεεε...
    - Εξ' και ξερός κι εκείνος που στο μάθαινε, ρε παπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από χιλιάδες εκφράσεις του γενικού τύπου γαμώ + άρθρο + ουσιαστικό + (προαιρετικά) άρθρο + (προαιρετικά) ουσιαστικό ή επίθετο, δείγμα της αστείρευτης ευρηματικότητας του λαού αυτού. Ποια ήταν η Νανά και πού ακριβώς χόρευε δεν έχει εξακριβωθεί, αλλά είναι σε μία μεγάλη παρέα μαζί με το Χριστόφορο τον πούστη, τα υπουργεία τους, τον μπελά σου, το στανιό μου, το φελέκι μου, την αγία πολυτέλεια, την περεστρόικα μου μέσα, το καντήλι μου, την ατυχία μου και διάφορα άλλα τέτοια.

- Όχχχχι ρε γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια. Με σταμάτησε ο μπάτσος. Την κάτσαμε τη βάρκα.

Η Νανά η χορεύτρια, απαθανατισμένη απ\' τον Edouard Manet (από Hank, 15/01/09)

Βλ. και γαμώ + αντικείμενο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υλικού Πολέμου. Τελικά έμεινε ως Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υψηλών Προσώπων, διότι σε σχέση με τη ΣΕΑΠ στην Κρήτη όπου οι Υποψήφιοι Έφεδροι Αξιωματικοί ζούσαν μία μικρή προσωπική κόλαση, οι τσάτσοι και τα βύσματα στη Λαμία και συγκεκριμένα στο ΚΕΥΠ όπου εκπαιδεύονταν οι φροντιστές, ήταν γενικώς αρντάν, αραχτοί και λάιτ ρε παιδάκι μου.

- ΣΕΑΠ μεγάλε, πετάδην πηγαίναμε. Σήμερα Έρχεσαι Αύριο Πεθαίνεις.
- Ναι, κι εγώ ήμουν ΔΕΑ και πέρασα από Λαμία, ΚΕΥΠ.
- Τι ΔΕΑ ήσουν ρε Ντακότα; Στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υψηλών Προσώπων? Τσου ρε...

Δες και ΚΕΥΠ τάουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).

Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).

Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).

- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαμηλοβλεπούσα, κυριολεκτικά αυτή που κοιτάει συνεχώς κάτω σαν να καμαρώνει τα παπούτσια της. Αυτές να φοβάσαι παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά μου.

- Είναι σεμνό κορίτσι η Ευθαλία. Μάτια δε σηκώνει να σε κοιτάξει. Καμαρωπαπούτσω σωστή.
- (Μωρέ και 'γω για έναν πούτσο τη θέλω).
- Τι;
- Τίποτε. Λέω: κι εγώ μια τέτοια θέλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταρζανιά, η επικίνδυνη και απερίσκεπτη μανούβρα/κίνηση/πράξη/ενέργεια/δράση που επειδή μάλλον ο διαπράττων δεν είναι ο αείμνηστος John Wayne, δεν θα του βγει σε καλό.

Στο ένα χέρι το κινητό και στο άλλο το μπούτι της Σούζη, ήθελε να κάνει και καουμποϊλίκια στην παραλιακή. Και τώρα, το ραδίκι ανάποδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified