Κεφαλίδα ##Αυτός που έχει περίεργη συμπεριφορά, που είναι λίγο λοξός.

Αυτό θα πει καλό μαγαζί, να είσαι όσο περιεργάκι θέλεις και να μην σε στραβοκοιτάνε!

Got a better definition? Add it!

Published

Νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία, φρικάρω.

Τι λένε ότι έχει καλή φωνή, εγώ τον ακούω και κριντζάρω κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Ειδικότερα η έκφραση "για να σφίγγουν (λίγο) οι κώλοι" χρησιμοποιείται με τη σημασία "προληπτικά, για να προλάβουμε κάτι ενοχλητικό".

Καλού - κακού ρίξε και καμιά παρταριά για να σφίγγουν και λίγο οι κώλοι!
(πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και βεβαίως θηλυκό μακαρίτισσα, δεν έχουν μόνο οι γκόμενες μακάβριο χιούμορ :) Πιστεύω μάλιστα ότι η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο θηλυκό - ή μάλλον μπορώ να σας βεβαιώσω ότι εγώ την πρωτοάκουσα σε θηλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροαντικείμενο, συνήθως με κάπως εντυπωσιακή εμφάνιση.

Τι μανία την έπιασε και γέμισε το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια;

(από σφυρίζων, 09/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Μικροαντικείμενο.

... παντού στολίδια, λαμπάκια και χριστουγεννιάτικα μπαρμπαδέλια.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που υιοθετεί προσποιητή κοινωνική συμπεριφορά.

Είναι γνωστό ότι είμαστε κοντόφθαλμοι δηθενιστές που νομίζουμε γινόμαστε καλύτεροι αν πληρώνουμε ακριβά.

Βλ. και δηθενιά, δηθενισμός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ίδια η προσποιητή συμπεριφορά. Συνώνυμο: δηθενιά.

Μας έχει φάει ο δηθενισμός και το θεαθήναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάση ζωής που υπαγορεύει την προσποίηση στην κοινωνική συμπεριφορά.

Μ' ενοχλεί αυτός ο δηθενισμός των εφημερίδων που, ενώ ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το κέρδος, ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με τα παγκόσμια προβλήματα.

Βλ. και δηθενιά, δηθενιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άνθρωπος, στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν σημασία, τον υποτιμούν και του φέρονται περιφρονητικά.

  2. Κακό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.

  1. Η Εκκλησία είναι δύσκολο να γίνει κλωτσοσκούφι στα πόδια αυτών που έχουν έρθει για να ευτελίσουν τα πάντα σ΄ αυτόν τον τόπο. (Χριστόδουλος, 5/12/2006. Πηγή: http://ecclesianet.blogspot.com/2008/01/blog-post_3654.html)

  2. Δεν άξιζε τον κόπο το ντέρμπι, η μία ομάδα μόνο κλωτσοσκούφι ήξερε να παίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified