Μαλακία εστί: Παλινδρομική κίνηση επί καθέτου άξονος, εκτοξεύοντας υγρά βλήματα επί φανταστικού στόχου.
Ο ορισμός μιλάει από μόνος του!
Μαλακία εστί: Παλινδρομική κίνηση επί καθέτου άξονος, εκτοξεύοντας υγρά βλήματα επί φανταστικού στόχου.
Ο ορισμός μιλάει από μόνος του!
Got a better definition? Add it!
Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).
Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.
Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.
- Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...
- Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!
Βλέπε και μπουρδελιάρης.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως είναι ο χαζός της παρέας, ο φλούφλης, ο αγαθός και άβγαλτος, αυτός που σκέφτεται συνέχεια κάτι, δεν το λέει και τελικά απορροφιέται και προχωράει μόνος του.
Κοινώς και η ατάκα: «Πού πάς ρε Καραμήτρο!!!»
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.
- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!
Got a better definition? Add it!