Τελείωσα (έχυσα) στο πρόσωπό της.

— ... Εκεί που την έπαιρνα από πίσω, μετά της τον έδωσα στο στόμα και τελικά την έβγαλα ασπροπρόσωπη.
Άξιος! Άξιος!

Δες και με το κεφάλι ψηλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχιστομάτης, κατα συνεκδοχή ο Κινέζος ή ασιάτης.

- Έχει γεμίσει ο τόπος από μουνομάτηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άσχημος εμφανισιακά ή αλλιώς είμαι μπάζο. Προέρχεται από το ουσιαστικό μπάζο. Χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο δηλώνοντας ότι ένα πρόσωπο είναι άσχημο.

- Ρε την είδες αυτή που πέρναγε; Ωραίο μωρό!!
- Τι ωραίο ρε;; Η γκόμενα έμπαζε από παντού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω γρήγορα, άρον άρον, βιαστικά.
Συνώνυμο του «παίρνω τον πούλο».

Μάγκες, το πουλελέ κι αμάν αμάν!!! Είναι δύο παρα δέκα!!! Έπρεπε να είμαστε ήδη εκεί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διώχνω κάποιον ή κάτι, διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιο πρόσωπο.

- Ρε Σάκη! Που την έχεις την Καίτη;
- Φίλος δεν υπάρχει Καίτη... Την αμόλησα.

Βλέπε και ρίχνω σουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified