Σχιστομάτης, κατα συνεκδοχή ο Κινέζος ή ασιάτης.
- Έχει γεμίσει ο τόπος από μουνομάτηδες.
Got a better definition? Add it!
Είμαι άσχημος εμφανισιακά ή αλλιώς είμαι μπάζο. Προέρχεται από το ουσιαστικό μπάζο. Χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο δηλώνοντας ότι ένα πρόσωπο είναι άσχημο.
- Ρε την είδες αυτή που πέρναγε; Ωραίο μωρό!!
- Τι ωραίο ρε;; Η γκόμενα έμπαζε από παντού...
Got a better definition? Add it!
Φεύγω γρήγορα, άρον άρον, βιαστικά.
Συνώνυμο του «παίρνω τον πούλο».
Μάγκες, το πουλελέ κι αμάν αμάν!!! Είναι δύο παρα δέκα!!! Έπρεπε να είμαστε ήδη εκεί!!
Got a better definition? Add it!
Διώχνω κάποιον ή κάτι, διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιο πρόσωπο.
- Ρε Σάκη! Που την έχεις την Καίτη;
- Φίλος δεν υπάρχει Καίτη... Την αμόλησα.
Βλέπε και ρίχνω σουτ.
Got a better definition? Add it!
Χέζω.
- Τι έπαθε ο Νώντας ρε;
- Έφαγε πολύ και μπούκωσε...
- Και πού είναι τώρα;
- Στην τουαλέτα... βγάζει το φίδι από την τρύπα.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!