Πορδίζω.

-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ασυνεπής.

-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(πληθυντικός: πάντες) Η μεριά / πλευρά.

  1. (ερωτικά) - Τον παίρνεις απ' όλες τις πάντες.
  2. (στον δρόμο) - Πιάσε την δεξιά πάντα που δεν έχει κίνηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω.

- Τι έκανες χθες ρε φίλε;
- Άσε ρε, τα έξυνα μέχρι που ματώσανε.

(από Khan, 02/04/14)

Βλ. και το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.

- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.

Υπαρξιακή κραυγή (από Khan, 13/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified