Κονομάω κάνα φράγκο, παίρνω το κατιτίς μου, τα βάζω στην τσέπη μου και τιγκανά χαλαρά. Παλαιότερη εκδοχή τού παντελονιάζω. Δεν μιλάμε βέβαια για πολλά λεφτά, εξ ου και η ειρωνεία: χρησιμοποιούμε την έκφραση λες και το υποκείμενο πήρε τίποτα μυριάκια το λιγότερο.

Τα τσέπωσε πάλι ο μπαγάσας και πάει τώρα να σουτάρει.

Got a better definition? Add it!

Published

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).

Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.

Drunk Effect (από nick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οσμή που αναδύεται από τα ρουθούνια ή τον στόμα ενός πιωμένου, ή απλά όποιου έχει καταναλώσει μπόλικα ξίδια (δηλαδή όλων μας, κατά καιρούς...) Το φόρτε της είναι προς το πρωί (ή τεσπα μετά από κάποιες ώρες ύπνου), βαστάει καλά μέχρι αρκετές ώρες μετά, είναι εξίσου ανυπόφορη με όλες τις -ίλες, και κυριαρχεί στο δωμάτιο όπου έχει κοιμηθεί ο πιωμένος. Όσο πιο προχωρημένη είναι η κατάσταση του μεθυσμένου, τόσο πιο έντονα μυρίζει. Όσο πιο αλκοολικός είσαι, τόσο παγιώνεται αυτή η μυρουδιά και σε χαρακτηρίζει. Αν είσαι δε γέρος και μπέκρα, τότε ωιμέ της συφοράς.

- Θα πιούμε κάνα ποτάκι;
- Άσ' το καλύτερα, θα μυρίζουμε μπεκρίλες και θα μας την πούνε πάλι στη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση ή άνθρωπος που δεν υπόσχεται τίποτ' άλλο παρά ταλαιπωρία. Παλιά έκφραση.

- Θα φύγεις για Δεκαπενταύγουστο;
- Μπα, δεν κουνιέμαι τις μέρες αυτές, είναι της ταλαιπωρίας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Άνευ ρατσιστικής χροιάς.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; - Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο.

Έφη Σαρρή: Τα έφτιαξε με τον μαύρο που πωλούσε CD της. (από allivegp, 16/08/09)Αφρικανέ αφρικανέ έλα να κάνουμε κονέ (από johnblack, 16/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σε πληθυντικό («μαύρα»). Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

  1. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιντζέι.

  2. Αυτόν τον καιρό ακούω πολλά μαύρα.

Δηλαδή μουσική των μαύρων, βλ. και μαυρίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτε κρητική, ούτε ποντιακή, ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Προφανώς επειδή η σούστα είναι πολύ ζωηρός χορός, ταιριάζει καλύτερα για παρομοίωση με κλαμπίσιο κομμάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταξιδεύω με το αεροπλάνο. Για κάποιον λόγο μόνο για αυτό το μέσο μεταφοράς δανειζόμαστε και για τους επιβάτες του το ρήμα κίνησής του. Δεν λέμε, πχ, «πλέω» όταν ταξιδεύουμε για το πλοίο.

Κατά τ' άλλα, το λέμε μόνο -με άλλο πνεύμα- όταν πρόκειται να μεταφέρουμε κάποιον με το όχημά μας σε μια κοντινή απόσταση, βλ. λήμμα πετάω κάποιον.

- Παίδες, τιγκανά τώρα, πάω νωρίς για ύπνο γιατί αύριο πετάω ξημερώματα...
- Καβλό ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published