Όλος-χρόνος-κλασική ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου της Χύνος-Φιλμς.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος μετά από ένα μεγάλο κάζο επαναλαμβάνει μηχανικά: «Πω πω Μανώλη, πω πω τι πάθαμε Μανώλη! Πω πω Μανώλη!». Μέχρι να το γαμήσει και να ψοφήσει.

Το λέμε όταν παθαίνουμε μεγάλο κάζο, μεγάλη νίλα, ζημιά, ιδίως αν είμαστε φαν του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Πέρι: Πω πω Μανώλη τι φιστίκι ήταν αυτό! Πω πω Μανώλη! Πω πω τι πάθαμε Μανώλη!
Μπρίλιος: Μα δεν με λένε Μανώλη, χρυσέ μου. Μπρίλιο με λένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο άντρακλας. Πιθανή έλξη απ' τον πούτσο.

Έλα δω άντρακλά μου, έλα δω αντρούτσο μου!

Οδυσσέας Ανδρούτσος (από Dirty Talking, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.

Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.

-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;

Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ χοντρός άνθρωπος με τα κρέατα να ξεχειλίζουν.

Πηγή: GATZMAN.

-Τι του βρίσκει η Λάουρα κι έμπλεξε με τον Επαμεινώνδα, το κρεοπωλείο η αφθονία!
-Έχει λεφτά αισθήματα!

Στο 1.10 περίπου (από Khan, 01/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιος είναι έξυπνος, διατηρεί σώας τα φρένας και άψογη επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον. Λέγεται κυρίως για γέρους, που αναμέναμε να είναι ραμολί, αλλά αυτοί αποδεικνύονται να έχουν διανοητική διαύγεια.

  2. Αυτοαναφορικώς, όταν κάποιος χρήστης του σάιτ φτάνει τα 400 λήμματα. Ως τώρα, το έχουν καταφέρει μόνο ο GATZMAN, η ironick και ο γράφων Dirty Talking.

-Τα έχει τετρακόσια ο Ντέρτι!
-Έλα μωρέ, με ξένα κόλλυβα; Αφού δημόσιος υπάλληλος είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική ρίμα, κυρίως στα γήπεδα, αλλά και αλλού, όταν απευθυνόμαστε σε Ιταλό παίκτη αντίπαλης ομάδας.

«Ρουφιάνο, ρουφιάνο! Ιταλιάνο!».

Got a better definition? Add it!

Published

Υβριστική ρίμα, που παίζει πολύ στα γήπεδα. Χ το όνομα του αθλητή, μπινές ο μπινές, πουτάνας γιος ο σαναμαμπίτσης. Λέγεται και ασχέτως γηπέδων.

«Μισούνοφ μπινέ, πουτάνας γιε!». (Μπασκετμπολίστας του Άρη).

Got a better definition? Add it!

Published

Ρυθμική ρίμα, για καταστάσεις, όπου η επανάληψη είναι μήτηρ πρηξαρχιδίσεως.

Μπαϊλντισμένος μαθητής με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις:

«Τα ίδια και τα ίδια, μας πρήξατε τα αρχίδια!».

Got a better definition? Add it!

Published

Το πέος, γνωστό και ως σαύρα, ιδίως αν είναι μικρό και χαριτωμένο.

Επίσης, σωματότυπος, πολύ μικρόσωμος, αδύνατος, αλλά και λυγερός και ευκίνητος.

Έβγαλα το σαμιαμίδι μου και πήδηξα το σαμιαμίδι.

Το μικρο και χαριτωμένο πέος του κάβουρα (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το gender undermining της φράσης τράβα κατούρα όρθια! Το τελευταίο το λένε οι άντρες στις γυναίκες, ενώ το «τράβα κατούρα καθιστός!» το λένε οι γυναίκες στους άντρες και είναι συχνότερο!

Ασίστ: Vrastaman.

Σλανγκοφοριάζουσα προς Σλάνγκο, που πήγε να της την βγει ότι η σλανγκ είναι αντρική υπόθεση:

Τράβα κατούρα καθιστός ρε κακαμοίρη, που τρως το χώμα μου στην βαθμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified