Όπως το βρωμαντικός. Οι κυρίες της εποχής διαβάζανε ρομάντσα, αλλά η Ελλάδα ήταν (είναι) μες στην βρώμα. Σάτιρα της αστικής ελληνικής κοινωνίας.

- Φοβερό βρωμάντσο αυτό με τον Γκλέτσο! Με συγκίνησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.

Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Για κάποιον που έχει προσβάσεις σε πολλούς χώρους και πρόσωπα με ισχύ, που έχει γνωριμίες και μεγάλη επιρροή. Μέσα και έξω είναι οι δύο διαστάσεις, μέσα είναι λ.χ. η διοίκηση μιας επιχείρησης, έξω είναι οι δημόσιες σχέσεις.

Άλφα τράπεζα πίστεως μας έκλεισες πάλι μπαγασάκο! Στα μέσα και στα έξω είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη από τα γαλλικά για τον παρωχημένο, τον ντεμοντέ, αυτόν που δεν είναι πια της μοδός.
Επίσης: ντεμόντας.

Μην ανοίξεις εξομολογητικό μπλογκ, είναι πολύ πασέ. Άνοιξε κάτι πιο εξειδικευμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κερνάω μπριζόλα σε γκόμενα, άκα συνουσιάζομαι. Λέγεται κυρίως για το επί πληρωμή σεξ. Και κυρίως όταν υπάρχει αμφιβολία αν θα μπριζολιάσεις, λ.χ. σε μασατζίδικα.

Πόσα περίπου πρέπει να σκάσεις για να μπριζολιάσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλα γυναικεία στήθη, ακα βυζάρες. Όταν το λέμε, αφήνουμε μια αιχμή ότι έχουν φουσκώσει τεχνητά με σιλικόνη.

Είδες κάτι μπαλόνια η Πάμελα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του «μας έχεις πρήξει τα αρχίδια» άκα «τα ούμπαλα».

Περισσότερο: Μας τα 'χεις κάνει Ζέππελιν. (Βλ. λήμμα).
Μας τα 'χεις κάνει αερόστατα.

Λιγότερο: Μας τα 'χεις κάνει νταούλια.
Μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια.

Ναι, το ξέρω πως πρέπει να διαβάσω για το πτυχίο, μην μου τα κάνεις μπαλόνια κι εσύ!

(από Hank, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του «μας έχεις πρήξει τα αρχίδια» άκα «τα ούμπαλα».

Συνώνυμο: μας τά 'χεις κάνει Ζέπελιν.

Λιγότερο: μας τα 'χεις κάνει νταούλια, μας τα 'χεις κάνει μπαλόνια.
Μας τά 'χεις κάνει τσουρέκια

Αμάν πια! Δεν είναι σλανγκ τούτο, και δεν είναι σλανγκ το άλλο, μας τα έχεις κάνει αερόστατα, σλανγκαρχίδη!

Βλ. και μας τα' χεις κάνει κρεμμυδασκέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτική ερώτηση προς φαλακρό, προς τύπο Γιουλ Μπρίνερ.

- Ήρθε ο Τέλης, ξέρεις ο νέος του Λίλιαν.
- Κι άλλον η απεόφοβη; Πώς είναι;
- Σαν τον Τέλη Σαβάλα, φτυστός! Αφού τον ρώτησα: «με Άζαξ λούστηκες;».
- Κι η Λίλιαν πώς το πήρε το αστείο;
- Γέλασε κι αυτή.

Το πείραγμα βασίζεται στην ατάκα «Άζαξ, τα κάνει αόρατα», από παλιά διαφήμιση του γνωστού καθαριστικού για τα τζάμια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι «περιβόλι» για κάθε λογής «άνθη του κακού», το μπουμπούκι.

Γιώργος Τράγκας: - Ερευνήσαμε την υπόθεση Βαβύλη, και φαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified