Λαμογιά είναι αυτό που κάνει το λαμόγιο. Ως γνωστόν, λαμόγιο είναι ο κράχτης στο παιχνίδι του παπά. Αυτός που κερδίζει σε συνεννόηση με τον παπατζή με προφανή σκοπό να σε παρασύρει στο παίγνιο. Οπότε λαμογιά είναι η συγκεκριμένη συμπεριφορά και γενικότερα να είσαι αβανταδόρος. Ο όρος έχει πάρει ευρύτερη έννοια για να σημάνει οποιαδήποτε διαπλοκή, μίζα, ζήμα, βαλτοπαίδι, βία και νοθεία, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Υπάρχει και η μπυρολαμογιά.

Πηγή: Βάσκος, Άλλος, Χανκ.

Από το άσμα: Πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;

Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά.

Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμάντο πούτσος που πάει για σεξ χωρίς προφυλακτικό! Σε αντίθεση με τον ασκεπή φαντάρο που τιμωρείται, ο ασκεπής πούτσος μπορεί να επιβραβευθεί με παράσημο για την ανδρεία του.

- Πού πας έτσι ασκεπής, αξούριστος κι αγιάλιστος;! Δεν είσαι καθόλου προβλεπόμενος!

(Παρατήρηση τριχοφοβικιάς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στο παρκάρισμα, όταν ακουμπάς λίγο, ένα τακ, τον μπροστινό ή και τον πίσω. Πιο πολύ στον Αόριστο: «Τον φίλησα». Εννοείται ότι έχεις ακουμπήσει ελάχιστα τον προφυλακτήρα του, σαν ένα ακράγγιγμα των χειλιών σε ένα φιλί.

Πηγή: Beth.

- Έλα, έλα, έλα, έλα κι άλλο, έλα, έλα μαλάκα να δεις τι έκανες!
- Τι; Τον φίλησα;
- Ναι, αλλά γαλλικό φιλί! Βρες τώρα τον ασφαλιστή σου να δούμε πώς θα γλυτάρουμε!...

βλ. και δια της ακουστικής μεθόδου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποδολαγνία, το ποδοφραπέ.

Να μην συγχέεται με την ποδαράτη και τους ποδαράτους.

Ασίστ: Mes.

«Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια», είπα στην ξανθιά, κι αρχίσαμε το ποδαράτο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα είδος πουστρινιού, που λόγω της ακραίας μυτερής προεξοχής του είναι ιδανικό για να σκοτώνεις κατσαρίδες. Από μερικούς θεωρείται σούπερ σικ.

Σλανγκασίστ: Red alert.

-Καλά που φόρεσες τα πουστρίνια για κατσαρίδες, γιατί στην υπόγα που θα «βγούμε», μπορεί να μας χρειαστούν!

Βλ. και κατσαριδοκτόνο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαργαριτάρι για το «αναψυκτικό», που έχει (θαρρώ) περάσει στην σλανγκ. Ίσως λόγω του αναβρασμού και των μπουρμπουληθρών.

- Γουστάρω ένα αναψηστικό! Πιάσε μου μια Έψα!
- Χτύψες;

Got a better definition? Add it!

Published

Μονάδα μέτρησης του σνιφαρίσματος. Πρβλ. μυτιά, μύτινγκ, κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά.

Πηγή: Vrastaman.

Για τρεις αριθμούς ρεκόρ έμεινε διάσημος ο John Holmes: για τα 25 εκατοστά του πέους του, για τις 14.000 ερωμένες του (κατά τον ίδιο, 3000 οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις) και για τις ρουθουνιές του. Η γυναίκα του είχε να λέει ότι δεν έπαθε AIDS από σύριγγα, γιατί δεν χρησιμοποίησε ποτέ σύριγγα, μόνο ρουθουνιές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκίζεται κατά το «απ' το στόμα μου το πήρες». Η αρχική σημασία είναι «μιλάω μειωτικά για κάποιον», αλλά σλανγκίζεται για να δηλώσει το στοματικό σεξ. Συνήθης έκφραση: «Είναι να μην σε πιάσει στο στόμα του».

Είναι να μην σε πιάσει ο Πέρι στο στόμα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαροκάνικο στα ποδανά.

Πηγή: Ιωάννης Μέλας.

Δώσε μας λίγο κιφ, λίγο ρόκομα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ταβλαδόρικη ορολογία χύνομαι σημαίνει ότι έχω πολλά πούλια ανοιχτά για πλάκωμα στο πλακωτό ή για χτύπημα στις πόρτες. Το ίδιο και στο παίγνιο μετά τραπουλοχάρτων Ξερή, όταν καλείται ο παίχτης να ρίξει το πρώτο φύλο, λέμε ότι χύνεται.

Συνώνυμο: απλώνω τραχανά.

Πηγή: allivegp

Τι χύνεσαι έτσι ρέεϊ! Θα το φας το πλάκωμά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified