Λέγεται υποτιμητικά για ταινίες ή άλλα πολιτιστικά προϊόντα, που θυμίζουν υπερβολικά τα κόμικ της Μάρβελ, έχοντας λ.χ. «χάρτινους» υπερήρωες, αναληθοφάνειες, «φέσια», good guys & bad guys, θυμίζουν αισθητική κόμικ, υπερβολικά γραφικά κ.τ.ό.

- Ντάξει, να πάμε σινεμά, αλλά μην δούμε καμιά μαρβελιά πάλι...

το χουμε ξαναδει το έργο (από xalikoutis, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.

- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόβλεψη της βαθμολογικής απόδοσης των λημμάτων με τη βοήθεια χαρτιών, καφέ, τσαγιού, κινήσεων των άστρων, των πτηνών κι ό,τι άλλου φανταστείτε. Εν ανάγκη και με την βοήθεια αναγραμμαντείου ή πεηντάρ.

Πηγή: GATZMAN, Vrastaman.

Λημματομαντείο, λημματομαντειάκι μου, πες μου θα γίνω more popular than jesus, σαν τον John Lennon; Θα γίνω Πονηρόσκυλο στη θέση του Πονηρόσκυλου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κλασικά ελληνικά το hit, το succès -αφού η κλασική αργκό μας είναι γαλλικής κουλτούρας. Σε υποκοριστικό, για να δείξει λαϊκή οικειότητα και προσήνεια. Η έκφραση παίζει πολύ εδώ και πολλές δεκαετίες, λέγεται για λαϊκά άσματα, αλλά και γενικά για ο,τιδήποτε έχει λαϊκή απήχηση, ανεξάρτητα προέλευσης.

Από τον δίσκο του Χάρρυ Κλυνν «Έθνος Ανάδελφον» (1985):

Γκόμενα Βασίλη: - Πάμε απόψε στο Ηρώδειο, Βασίλη; Παίζει Κάρμεν, θα είναι κι η Μελίνα.
Βασίλης: - Νταξ, δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν, Μελίνα, καλό θα είναι το μαγαζάκι! Έχουνε κανά σουξεδάκι δικό τους, ή παίζουνε της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτές;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειδικά για τα σεξουαλικά προσόντα, τα οικογενειακά μας προσόντα.

-Είναι ένας λαμπρός νέος με μεγάλα προσόντα!
-Δηλαδή πόσο μεγάλα;
-Ίσα και με 22 εκατοστά!

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά Ρωμαίους συγγραφείς, όπως ο Οράτιος, ο Φελλάτιος είναι ο πεοθηλαστής, σύμφωνα με την λατινική επίσημη ονομασία του όρου fellatio. Όρος του Γιώργου Μητσικώστα.

- Την βγάζει την δημηγορία ο ρήτωρ Φελλάτιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τουριστικό θέρετρο, που σε σκοτώνει από την ακρίβεια του.

Τι τό 'θελα το τουριστικό φέρετρο; Δεν έκανα καλύτερα Πορτο-ράφτινγκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρα γειτονική του Τσιμπουκιστάν.

Ο Πιερ είναι μεν από την Ακτή Ελεφαντοστού, αλλά έχει ρίζες και από το Τσιμπουκτού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοσυστολή για το «γαμιάς». Παράγωγο του ρήματος μαμάω-ώ. Προσοχή στον τόνο: Άλλο μαμιάς, άλλο μαμίας.

- Ποιος είσαι ρε φίλε; Ο μαμιάς της γειτονιάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω μαντάρα = τα κάνω θάλασσα, σκατά, σκατά κι απόσκατα, άνω-κάτω, μαλλιά-κουβάρια. Αποτυγχάνω παταγωδώς.

Γίναμε μαντάρα = Τσακωθήκαμε, τα χαλάσαμε, γίναμε από δυο χωριά χωριάτες.

Ετυμολογία: μαντάρα < μεσαιωνικό μαδάρα = ορεινή και άγονη περιοχή < αρχαίο μαδαρός = βρεγμένος, φαλακρός, άδεντρος < μαδώ.

Ασίστ: ironick.

Πήγε να σερβίρει και τα έκανε μαντάρα στην κουζίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified