Το πλακομούνι ... Η τριβή δύο σχεδόν επίπεδων γυναικείων επιφανειών μεταξύ τους, συνοδευόμενη από «άχ» και «ώχ». Μερικές φορές, το επίμονο χτύπημα της μιάς πάνω στην άλλη. Κάπως έτσι σφυρηλατούνται οι δυνατές φιλίες.

Πολύ πλακωτό πέφτει στη Γλυφάδα...

-Είσαι για ένα πισωκολλητό; -Ά, όχι, δεν μου αρέσουν οι ανωμαλίες. (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.

- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified