Βρίσιμο.

Σου είπα ότι έχω δουλειά, αν τολμήσεις να με ξαναπάρεις τηλέφωνο θα ακούσεις τον πλάγιο τον δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που έχει χάσει κάθε ελπίδα δεν κάνει τίποτα να αντιστρέψει την εις βάρος του κατάσταση, ούτε να κλάσει, που λένε, δεν μπορεί από τον φόβο του.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι άλλη: οι φρεσκοπεθαμένοι, όπως μου είπε νοσοκόμος γνωστός μου, όταν τους γυρίσεις πλευρό βγάζουν κάποια εγκλωβισμένα αέρια εκ των εντέρων.

Κλάνουν οι πεθαμένοι; Δεν κλάνουν! Οπότε μην περιμένεις να πάρεις ευρώ απ όσα σου χρωστάνε.

ναι! (από MXΣ, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου τα έσουρε, με έκανε ρεζίλι.

Χθες παραλίγο να υποβάλλω την παραίτηση μου, όταν είδε ο Γενικός το ποσοστό τον καθυστερήσεων μου έψαλλε τον αναβαλλόμενο...

Ο ύμνος της Μ. Παρασκευής (από Khan, 19/12/09)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified