Μη ζαλίζεσαι, μη σκοτεινιάζει η οπτική της κρίσης σου. Επίσης, μη μου σκοτίζεις τα αρχίδια.

- Μη μου σκοτίζεσαι μωρό μου, όχι εκεί, εκεί είναι η κωλοτρυπίδα μου…

- Εσύ μη μου σκοτίζεις τα αρχίδια μου μωρή για εκεί τον φερμάρω…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ανοίγει με Gillette τις φλέβες του (κάποια στιγμή καίγεται, αλλά μετά από ΚΑΠΟΙΕΣ δοκιμές).

Μεταφορικά, είναι αυτός που τσαντίζεται, που τρελαίνεται και που με το παραμικρό κόβει φλέβες.

Μη μιλάς ρε όργιο στον κοφτάκια τον Μήτσο και τα πάρει πάλι ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προετοιμάζω μια κομπίνα για να πάρω (μαζέψω) τα φράγκα.

Τρεις μήνους έστηνα μηχανή να τα πάρω από το αμερικανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για ένα μάτσο ροχάλες. Για ένα κάρο ροχάλες.

Απαξία ευρέος φάσματος, όπως λέμε αντιβίωση ευρέος φάσματος.

-For a bunch of ροχάλες κατάντησε η Κατίνα έτσι πως την έκαναν οι πλαστικοί χασάπηδες... -Τα θελε μωρή ο κώλος τις αφού πήγε σε χασάπηδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντό το φιτίλι (μέχρι την μπόμπα).

Ο ευέξαπτος και ανυπόμονος, αυτός που δεν μετράει μέχρι το 10 προτού τα πάρει.

Δεν πρόλαβα να της πω ότι δεν βρήκα παστουρμά και με πήρε απ' τα μούτρα. Αυτά τα αναθεματισμένα χάπια αδυνατίσματος την έχουν κάνει short fuse την κακομοίρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν κάποιος να μας άρπαξε από το πρόσωπο, αλλά με τα λόγια του και όχι κυριολεκτικά.

Δεν πρόλαβα να της πω ότι δεν βρήκα παστουρμά και με πήρε απ' τα μούτρα. Αυτά τα αναθεματισμένα χάπια αδυνατίσματος την έχουν κάνει short fuse την κακομοίρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αναλαμβάνει να πιάσει - χωρίς να πέσουν κάτω - την σακούλα με τα σουβλάκια που πετάει ο σουβλατζής από έξω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου προς τα μέσα. Παίζουν και στοιχήματα: αν του πέσουν κάτω, χάνει τα δικά του σουβλάκια ή πληρώνει την παραγγελία όλων.

Από το νετ.

- Χώσε ρε τον νέουρα από πλούσιο μπαμπά να κάνει τον καλαθά στην βορειοδυτική γωνιά μπας και του πέσουν να φάω απόψε τσάμπα γιατί είμαι πανί με πανί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Δεν μπορώ να κινηθώ, φρακάρισα, στιμώχτηκα.

Φρακάρουν όμως και τα σκατά στην μπούκα προς τα έξω και δεν βγαίνουν... (ιδίως εάν έφαγες πολύ τυρί). Αυτή η κατάσταση λέγεται και δυσκοιλιότητα, αλλά η λέξη αυτή κολλάει άνετα σε δύσκολους ανθρώπους.

Έχω φρακάρει στην εθνική σε μεγάλο μποτιλιάρισμα και θέλω να πάω και τουαλέτα για το νούμερο 2 να ξεφρακάρω και εκεί, άλλα δεν μπορώ να ανοίξω την πόρτα από το στρίμωγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά το πτυχίο ένας φοιτητής πάει για μεταπτυχιακό στην ξενιτιά και καμιά φορά μπορεί και να μείνει εκεί για βιοποριστικούς λόγους.

Στην slang χρησιμοποιείται από την σύζυγο, όταν λέει ότι οι γκομενοδουλειές του συζύγου της και καλά δεν την πειράζουν, μιας και γυρνά σε αυτήν πάλι πιο ανανεωμένος. Αυτά τα συζητά με τις φίλες της που την έχουν σακουλευτεί την βρομοδουλειά του συζύγου.

Το μέγα πρόβλημα για την σύζυγο είναι ότι ρισκάρει να «αλλάξει πτυχίο» ο σύζυγος.

- Άστον να πηγαίνει οπού θέλει να κάνει το μεταπτυχιακό του, το κάθαρμα, μια που γυρίζει χαρούμενος και ανανεωμένος πίσω...
- Καλά μωρή δεν φοβάσαι μην στον πάρει καμιά;
- Μπααα τον έχω δεμένο, του έχω κάνει μάγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified