Η ψηλή και ίσως άγαρμπη γυναίκα.

- Καλά, η Αλεξάνδρα του, είναι φοβερή γκόμενα!
- Σιγά την αγγούρω μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός. Συνήθως ακολουθεί ρήμα που δηλώνει βιαιότητα στο σεξ όπως: σχίζω, ξεσκίζω, ξεχαρβαλώνω, γαμώ κτλ, αλλά κυρίαρχο είναι το σχίζω.

Θα σου σκίσω το πρωκτέλι, έτσι και ξαναφωνάξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω πρωκτικό sex. Κυρίως ως απειλή. Επίσης το συναντάμε και ως «γεμίζω κρέας το κωλάντερο».

- Εσύ ήπιες όλες τις μπύρες ρε;
- Ναι...
- Ε, θα σου γεμίσω τον κώλο κρέας για να μάθεις να μην το ξανακάνεις!

όμως ήρθε η ώρα να σε γαμήσω κι εγώ, ψωλορουφήχτρα. (από jesus, 30/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published