Υπερθετικός βαθμός του ευφημισμού: χρησιμοποιείται για να εξευμενίστει η μαύρη μας η τύχη, προσθέτοντας την κατάληξη -άρα σε όλες τις λέξεις. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση δεν βαίνει κατ' ευχήν ο υπερθετικός του ευφημισμού μπορεί να ανεβάσει την ψυχολογία αυτών που τον χειρίζονται.

Ολόκληρες παρέες, χρησιμοποιώντας αυτό το γραμματικό σχήμα, έχουν χαρίσει στους διοργανωτές των ψευτο-πάρτυ νευρικό κλονισμό και στους εαυτούς τους εκρηκτικά γέλια.

Η ώρα είναι 3 το βράδυ. Δύο μπακούρια και χαρμάνηδες περπατούν άσκοπα κλαίγοντας τη μοίρα τους. Ξέρουν οτι απόψε παίζει και η «παρτάρα» του Ρένου.

— Πω! Πάει η φάση απόψε. Κι είχα ελπίδες πως θα τα σπάσουμε.
— Λες να πάμε απο την παρτάρα του Ρένου;
— Λες να 'χει και ποτάρες;
— Πρέπει να παίζουν και κορμάρες.
— Ψσσς, πάμε να ακούσουμε μουσικάρες και να ταράξουμε τις φαγητάρες του μπουφέ.

30 λεπτά αργότερα, στο πάρτυ η κατάσταση έχει ως εξής: Χατζηγιάννης στο στέρεο, τρεις ζάμπες στη πίστα, μισό μπουκάλι ξινό κρασί στην κουζίνα, για φαγητό ούτε λόγος.

— Καλά ε; Παρτάρα!!

Hellblazer #63, "Forty", 1993. Κόμικ, απόσπασμα. Αφορά σχόλιο του knasos. (από patsis, 04/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μηχανάκι ή μηχανή, κυρίως με δίχρονο κινητήρα, ο οποίος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε από κάποιες στροφές και μετά να ροπιάζει απότομα. Το διάγραμμα ροπής συναρτήσει των στροφών του κινητήρα, δηλαδή, παρουσιάζει σκαλοπάτι (ευχαριστώ τα Δ.Π. και τον jesus για τα τεχνικά).

Εκτός του κινητήρα -που γαμεί- το υπόλοιπο μηχανάκι έχει τα απολύτως βασικά. Δυο ρόδες, ένα τιμόνι, τεπόζιτο και μανιβέλα.

Ο χειρισμός του ξερού απαιτεί μπαλετικές κινήσεις, ψυχραιμία πιλότου, μάτι αετού και χέρι χειρούργου.

Για να μάθεις να το βάζεις μπροστά θέλεις ιδιαίτερα από βετεράνο.

Η συντήρηση του απαιτεί από τον «πιλότο» να λαδώνει νυχάκι κάθε μέρα και νά 'χει και κολλητό το μάστορα.

Είναι ξερό, ξερό, κατάξερο. Τι άλλο να γράψω.

Γαμεί να τό 'χεις:

  • αν είσαι τσομπάνος,
  • κυψελιώτης,
  • ληστής.

    Πολλά ευχαριστώ στο φίλο και σύσλαγκο beth.

- Ρε μαλάκα πάμε για μπούκα;
- Όχημα;
- Ε, να φάμε κάνα ξερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να ορίσει τις γυναίκες μέσης ηλικίας με τρελό μπυροκοίλι. Οι οποίες επιπροσθέτως αγαπούν τον γυμνισμό, με αποτέλεσμα όταν ξαπλώνουν στην παραλία να εξαπλώνονται και να πιάνουν διπλό χώρο.

- Ρε κοίτα τη γερμανίδα αριστερά!
- Ποποπο σαν πλαβέσης είναι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αριθμός που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κάποιος για τον οποίο τρέφουμε κατά βάθος περιφρόνηση. Δεν είναι «πολιτικά ορθό» να τον βρίσεις στα ίσα ή να τον τοματιάσεις / γιαουρτώσεις φωνάζοντας «όοοοοοοοοοοοοοα!», και τέλος πάντων μπορεί να μην τον μισείς κιόλας, απλά να ήπιες κανα ποτήρι παραπάνω και να ειπώθηκε και καμιά πικρή κουβέντα. Οπότε τον πολλαπλασιάζεις και βράζεις στο ζουμί σου.

  1. Ρητορικό, ποτισμένο με τσίπουρο, ερώτημα:
    «Τι να μας πουν εμάς,οι μυστακίδηδες και οι φριτζήλες...»

  2. τυπικός διάλογος:
    - Τι λέει, πού πήγατε χτες;
    - Στο τροπικάνα.
    - Και; Είχε κόσμο;
    - Μπα... κάτ' αθηνόδωροι και κάτι περικλήδες ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανηφόρα, βίτσα, πούτσα και στενά παπούτσα. Ανυπέρβλητα δύσκολη και στριμόκωλη κατάσταση! Τόσο φρικτή που να σε πιάνει «μαύρη απελπισία» και μόνο στη σκέψη της.

Κατά το λαογράφο Ηλία Πετρόπουλο η φράση συναντάται ως: γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι κι ανήφορο.

Είναι σαν να λέμε:

  • Μετανάστης στην Αθήνα.
  • Εναερίτης με 15 μποφόρ.
  • Ρευματικός στην Κέρκυρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ακατέργαστου σχήματος, συνήθως μέλος σώματος κάποιου.

Ρε μαλάκα πώς είναι έτσι η γάμπα σου; Σα τσούμπα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified