Άλλο ένα εθνικό αυτοφαυλιστικό, δηλώνει την Ελλάδα ως τον τόπο όπου θάλλουν και αναπτύσσονται κάθε είδους σούργελα, με αποτέλεσμα το όλο εφέ της χώρας να είναι εξαιρετικά σουργελέ. + COYΡΓΕΛΕΗCON +

1. αφού πολλές ελληνικές χρηματιστηριακές σου δίνουν σήμερα τη δυνατότητα να επενδύεις άμεσα στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, ποιος ο λόγος να ασχολείται κάποιος επενδυτής με τη σουργελλάδα και τα λαμόγια της;

2. Δυστυχώς μερικοί μαθητευόμενοι μάγοι έσπειραν ανέμους και τώρα θερίζουμε όλοι μαζί θύελλες στην κατακαμμένη σουργελλάδα.

3. Αντρέα, μείνε εκεί που είσαι, μακριά από τη σουργελλάδα.

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη των καλιαρντών από το πιάνω και μια ψευδογαλλική κατάληξη, σημαίνει το «χάδι στα γεννητικά όργανα» κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, το χούφτωμα, το χαμούρεμα, το φάσωμα. Φαίνεται ότι είχε διαδοθεί και εκτός καλιαρντού πλαισίου, βλ. και το πιασμάν, που σημαίνει και τον πιασμένο, τον δωροδοκημένο, σύμφωνα με τον ορισμό του notheitis.

  1. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια. (Διακοπές στο Τζιναβονήσι)

  2. - Μαζεύτηκες; Από πότε έχεις γκόμενο;
    - Τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι;
    - Εγώ να ντραπώ; Εσύ ξεπορτίζεις κάθε βράδυ!
    - Ξεπορτίζω; Στο γραφείο τρέχω! Σε επαγγελματικά ραντεβού. Για το εργοστάσιο ξενυχτάω. Έχω απανωτά μήτινγκ.
    - Αυτά τα μήτινγκ στις μέρες μας τα λέγαμε πιασμαντέ.
    - Σε παρακαλώ πολύ, δεν σου επ...
    - Σε μένα τα πουλάς αυτά! (Ο μαγκίτης παππούστης εδώ στο 2.10)

Στο 2.10. (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το κοτόπουλο στα καλιαρντά. Επίσης, το αυγό, ενώ κακνά δικελτά είναι τα αυγά μάτια. Πιθανόν ρομανί προέλευσης, βλ. εδώ.

Αβέλω χαρχάλω (Με έπιασε πείνα) Βουέλω να χάλω (Και θέλω να φάω)
Κακνά της κακνής δικελτά (Αυγά μάτια τηγανητά) Αβέλω μπαλόμπα (Έχω γίνει χοντρή) Και νάκα η μπόμπα (Και δεν κάνω πίπες) Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Μονάχα βάζω συνέχεια χέρι) (Από το άσμα Καλιαρντοσύνες)

Στο 1.30. (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το Βερολίνο στα αστειατόρικα, επειδή, ως γνωστόν, οι Γερμανοί έχουν τη φήμη ότι πίνουν πολλές μπίρες.

1. - Δεν αντέχεται αυτή η αβάστακτη ελαφρότητα του γερμανικού ναρκισσισμού από το Μπυρολίνο, την Λουκανικούρτη και το Γδύσεντορφ.
- Ασε το Μπυρολινο, χωρις το Μπυρολινο δεν θα ειχες ουτε μαντηλακι να κλανεις!

2. Εκεί στο Βερολίνο πίνουν τόση μπύρα που θα έπρεπε να το λένε Μπυρολίνο. 3;

Και Beerlin στα αγγλικάνικα. (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο προαγωγός, ο νταβατζής ή ο δουλέμπορος, αυτός που εκμεταλλεύεται θύματα trafficking.

  2. Μεταφορικά, ο συνδικαλιστής που αντί να στοχεύει με τη δράση του στην προάσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων, τους χρησιμοποιεί για να αποκομίσει ατομικά οφέλη. Είναι έτσι σαν να λειτουργεί ως δουλέμπορος αφού εμπορεύεται τους εργαζομένους, καθώς και τις ελπίδες τους, τους οποίους έπρεπε κανονικά να εκπροσωπήσει.

  3. Αστειατόρικα, αυτός που πουλάει σώματα θέρμανσης, εκμεταλλευόμενος την απελπισία όσων δεν μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω ακρίβειας.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman

1. Πελάτης, σωματέμπορος και εκδιδόμενη στην Ελλάδα μετά το 1990.

2.α) ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΒΓΑΙΝΕΣ ΤΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΡΕ «ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΑ» ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ» ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ Η ..ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΟΥ; ΑΪΝΤΕ …ΓΕΙΑ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΑΡΙΣΤΕΡΕ ΤΗΣ ΣΦΑΛΙΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΦΡΑΓΚΟΥ. ΟΥΣΤ…………..

β) Γνωρίζετε πως απαγορεύεται να απολυθεί μέλος , από το προεδρείο του σωματείου εργαζομένων; Μπορεί να απολυθούν εργαζόμενοι, είτε με εθελουσία και ''πακέτο'', είτε με τα ''νόμιμα'' κι άμα γουστάρει; η εταιρεία; Μα ο σωματέμπορας -συνδικαλιστής, παραμένει. Να ζαλίζει τους εργαζομένους, όχι για τα κεκτημένα τους ή τα δικαιώματά τους, μα για το κόμμα.

3. Τώρα με την οικονομική κρίση το μόνο επάγγελμα που αποδίδει χρήματα είναι ο σωματέμπορος. Κανείς δεν αγοράζει πια πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Όλοι αγοράζουν σώματα ηλεκτρικά, ενεργειακά κλπ!!!

(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση χριστιανοσλάνγκ προέλευσης. Δοκίμως, όπως μπορούμε να διαβάσουμε στη Βίκυ, είναι «η δέσμη βασιλικού με την οποία μετά του Σταυρού ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς με το αγιασμένο ύδωρ. Επίσης ομοίως ονομάζεται το επάργυρο «μυροδοχείο» το οποίο έχει σχήμα αχλαδιού ή δακρύου με ψηλό λαιμό, στη άκρη του οποίου φέρονται οπές από τις οποίες και γίνεται το ράντισμα» κυρίως κατά την Μεγάλη Παρασκευή.

Σλανγκικώς και βλασφήμως είναι ο άγιος πέων κατά τις δύο λειτουργίες του, δηλαδή την ούρηση και την εκσπερμάτωση. Ως προς την πρώτη, λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις, όπου άγαρμπος ων ο χειριστής του πέοντος ραντίζει και επιφάνειες, που δεν πρέπει να ραντίσει. Ως προς την δεύτερη, βλ. τον διεξοδικό ορισμό του Γκατσανδρός στο λήμμα αγιασμός. Το εφέ της έκφρασης βέβαια έγκειται στο ότι περιβάλλει με θεϊκή αξία τον πέοντα ανακαλώντας παγανιστικές μνήμες λατρείας του θεϊκού φαλλού, αναμειγνύοντάς τες με ένα ελληνοχριστιανικό σαββοπουλαριστοφανικό ζενεσεκουά.

- Ε σιγά με την αγιαστούρα, μούτι μας έκανες! (Από την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Beautiful People», όπου η γκοντορελιά του τζιναβονησίου έχει ως αποτέλεσμα το σκόρπισμα της χρυσής βροχής κατά την διάρκεια υπαίθριας ούρησης).

"Θεούλη του φαλλού, μωράκι", άσμα του Διονύση Σαββόπουλου σε κόντεξτ βλάσφημης αριστοφανικής τροπής ελληνοχριστιανικών μοτίβων. (από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τα θηλυκά αντιστοίχως στρογγυλοκώλα, στρογγυλόκωλη. Έχουν κυρίως τις παρακάτω δυο-τρεις αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά, ο έχων ή έχουσα στρογγυλόν κώλον. Βλ. τουρλοκώλα, τουρλοκωλίαση, μπουζουκόκωλος κ.τ.ό. Γενικά μπορεί να θεωρείται καυλό και σέξι, αν πρόκειται για αναγεννησιακὀ/ή μπουζουκόκωλο/α ή για προκλητικό/ή τουρλοκώλη/α που τουρλοκωλιάζεται επιδεικτικά. Μπορεί, όμως, η στρογγυλοκωλίαση να οφείλεται απλώς σε υπερβολικό πάχος που έχει αποθηκευτεί στην περιφέρεια, οπότε πα τελμάν γκαυλουάζ εκτός κι αν χρειαζόμαστε love-handles.

  2. Αυτός που γίνεται στρογγυλόκωλος από το πολύ καθισιό, οπότε μπορεί να είναι καναπεδάτος, καναπεδάκιας, ή, αν «εργάζεται» καθήμενος, τρυφερόκωλος γραβατάκιας.

Όπως φαίνεται στα παραδείγματα, μπορούμε να το βρούμε και για αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα με μεγάλα άγαρμπα οπίσθια, ή για τις ειδικές πολυθρόνες που είναι φτιαγμένες ειδικά για στρογγυλόκωλους.

1. Συγκρινεται η γερμανικη στρογγυλοκωλα γκεσταπιτισσα με μια ιταλιδα top model; Δεν προχωρω σε καμιια συγκριση,τεχνικων και λοιπααλλα ρε παιδια απο την εμφανιση και μονο κρινω!Το ενα σου φτιαχνει τη μερα με το που το βλεπεις!! :) Εγω με τα ελαχιστα που ξερω για αμαξια πιστευω οτι τα αυτοκινητα καθρεφτιζουν σε μεγαλο βαθμο και το λαο που τα φτιαχνει... Βλεπεις τωρα πχ Ιταλια στο Μουντιαλ,και ολες οι γκομενες καυλωνουν με τζιλαρντινο,μπουφον,τονι κλπ και οχι αδικα αφου ειναι και ωραια παιδια...ε αυτοι οι ανθρωποι κατασκευαζουν και αμαξια-μοντελα...ferrari,lambo,maserati,alfa romeo.... Και απο την αλλη εχουμε τους απογονους του Αδολφου που και μονο τις φατσες τους να δεις,δεν σου σηκωνεται για 40 χρονια!ξενερωτοι,οπως και τα αυτοκινητα τους....α!τι σημαινει στα γερμανικα ''σβαινσταιγκερ'',οπως λεγεται ενας ποδοσφαιριστης τους; Γουρουνογαμης!!!!

  1. Προτιμώ το γιό σου, ειναι πολυ πιο καθαρός, και στρογγυλόκωλος. Αααααχ μαναρι μου… (Από βρισ-οφ εδώ)

3. ΔΗΜΑΡΧΟΣ....και ΟΧΙ σαν ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΚΩΛΗΣ σε μια δερματινη πολυθρονα σε ενα γραφειο στο δημοτικο μεγαρο που υπαγεται υπευθυνος!

4.Και εδω βρισκεται το κολπο χαμπουγκερατε υπερεπαναστατη της στρογγυλοκωλης πολυθρονας σου.

(από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη, σημαίνει τον θεομπαίχτη, αυτόν που μπορεί να τουμπάρει ακόμη και τον Θεό.

Με αυτό το ψευδώνυμο υπέγραφε και ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης κείμενα στη σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος» κατά τα έτη 1875-1876. Βλ. και εδώ.

Ο θεοτούμπης ο ψευδογιατρός για να πουλήσει το όζον το διαφημίζει ότι γιατρεύει από την φαλάκρα μέχρι την πρόωρη εκσπερμάτιση.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρήμα κλειδί της ντούρας λιάρντας, συνώνυμο του αβέλω, το οποίο παίρνει το νόημά του βασικά από τα συμφραζόμενα και μπορεί να σημαίνει διάφορα όπως θέλω, επιθυμώ, γουστάρω, κάνω, έχω, δίνω κ.ά. Μάλλον πρόκειται για τροπή του αβέλω, το οποίο, όπως επεσήμανε το Πονηρόσκυλο εδώ, προέρχεται από τη ρομανί, από το avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω.

Καλιαρντοσύνες:
Αβέλεις, αβέλω,
βουέλεις, βουέλω,
βουέλουμε μπουτ μουσαντά, τζινάβεις, τζινάβω,
μπενάβεις, μπενάβω,
μπενάβουμε στα καλιαρντά.

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δεσπότης, ο επίσκοπος, στα καλιαρντά, εκ του βακουλή που σημαίνει εκκλησία και του νταβατζής.

- Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαρότεκνο. - Καλέ ναι. Γνωρίστηκαν σε κάτι βακουλόσταμπα, που είχε παραστεί ο βακουλονταβατζής ο ίδιος! (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified