Ταβλο-ιαχή που επιτελεί την ίδια λειτουργία με τον χατζηπετρή και τον τέντζερη. Όταν κάποιος τύχει διπλή ζαριά στο τάβλι, παίζει τελετουργικά μία μία τις ζαριές αναφωνώντας μία (κλαπ), δύο (κλαπ), τρεις (κλαπ), να τις φας και να πρηστείς (κλαπ), (αντί του τέσσερεις).

Πάσα: Ντίνος, Χότζας.

- Ντόρτια! Μία (κλαπ), δύο (κλαπ), τρεις (κλαπ), να τις φας και να πρηστείς, είπε με αργόσυρτο επιτονισμό ο σκληρός ταβλομάχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος με μεγάλη κοιλιά και άλλες καμπύλες που ομοιάζει δραματικά με μπάλα. Μπάλαρε μια ζωή στον όγκο, αλλά ουδέποτε επήλθε η γράμμωση. Αν είναι γυναίκα λέγεται μπάλα με βυζιά.

Μπορεί να είναι μπάλα και όχι μπαλαρίνα,
στην φαντασία θά ΄κανε την ιπποποταμίνα.

(Ποίηση Ημισκουμπρίωνε)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα περιττά λίπη γύρω από την κοιλιά και την μέση, που είναι σαν ο εν λόγω εύχοντρος να φορά σωσίβιο. Το σωσίβιο (στον ενικό) αν μιλάμε για ειδική επικέντρωση της χοντροσύνης στην κοιλιά. Αλλιώς στον πληθυντικό σωσίβια.

Βλ. και κάψε το σωσίβιο.

  1. Φιλαράκι κάπως έτσι ξεκινήσαμε όλοι με σωσίβιο ....λόγω κακής διατροφής και πολλών άλλων παραγόντων!!
    Θα σου πω το εξείς ξεκινησα γυμναστήριο τον περασμένο Ιούλιο κάνω την σωστή διατροφή μου απο τότε και τα αποτελέσματα στο σωσίβιο τα είδα πριν 3 μήνες δεν ήμουν και πολύ τραγικός αλλα και κοιλίτσα είχα και σωσίβιο...
    (Από μπιλντερο-φόρουμ).

  2. Έχει επτά σωσίβια γύρω από την μέση
    ποτέ δεν θα βουλιάξει στην θάλασσα σαν πέσει
    (στίχος Ημισκουμπρίωνε από το Χορεύοντας με το λίπος).

Ο πρέσβης φταίει! (από Khan, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πολύ χοντρός άνθρωπος. Βγαίνει από το ανθρωπάκι που αποτελεί σήμα της μάρκας ελαστικών Michelin και το οποίο σχηματίζεται από μια σειρά από ελαστικά. Ωσεκτουτού ανθρωπάκι της Μισελέν είναι ο άνθρωπος που έχει σωσίβια. Κυρίως ο εύχοντρος άνθρωπος, που είναι και χοντρός στην κοιλιά / μέση, αλλά και ογκώδης και γενικά τουμπανιασμένος.

- Κόψε τη μασαμπούκα ρε Μήτσο, ανθρωπάκι της Μισελέν κατάντησες...

(από Khan, 12/09/10)(από Khan, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τέντζερης (<τουρκικό tencere), όταν δεν βρίσκει το καπάκι, αποτελεί μια χαριτωμενιά της ταβλο-σλανγκ που επιτελεί παρόμοια λειτουργία με τον χατζηπετρή, υποκαθιστώντας το «τέσσερις». Δηλαδή όταν κάποιος πετυχαίνει διπλή ζαριά, λέει «μία (πρώτο πούλι), δύο (δεύτερο), τρεις (τρίτο)» και μετά «τέντζερης» αντί για τέσσερις, σαν να ήταν από την μαρτυριάρικη μεγαλόνησο. Πάντως όσο και να το κάνεις, ο τέντζερης είναι λιγότερο θριαμβευτικός από τον χατζηπετρή.

Άλλο συνώνυμο: μία- δύο- τρεις- να τις φας και να πρηστείς.

Πάσα: Ντίνος

Μία (κλαπ) δύο (κλαπ) τρεις (κλαπ) τέντζερης (κλαπ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι είναι ό,τι και το σουβλάκι και ο μιναρές, δηλαδή η τοποθέτηση πολλών πουλιών στην ίδια θέση, έτσι ώστε να σχηματίζεται μια μεγάλη κάθετη σειρά από πούλια.

Την μία κάνεις μιναρέ, την άλλη παντελόνι, θα το χάσεις στο τέλος το παιχνίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι είναι ό,τι και το σουβλάκι, δηλαδή η τοποθέτηση πολλών πουλιών στην ίδια θέση, έτσι ώστε να σχηματίζεται μια μεγάλη κάθετη σειρά από πούλια. Δημοφιλής ταβλοσλανγκιά μεταξύ των Αιγυπτιωτών που ζούσαν / ζουν σε μουσουλμανικό θρησκευτικό περιβάλλον.

Πάσα: Ντίνος.

- Α ρε καημένε, δεν θα σου βγει σε καλό ο μιναρές που έστησες.

Οι μιναρέδες της Πόλης που ενέπνευσαν τους Πολίτες ταβλο-σλανγκιστές. (από Khan, 16/09/10)(από perkins, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζαριά έξι δύο στο τάβλι, η λεγόμενη και ξίδι. Προφ πρόκειται για λολοπαίγνιο με την αρχαΐζουσα έκφραση «κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια» (η οποία άλλωστε σεφερλίζεται και ως «κρίνεις εξ αιδοίων τα αλλότρια»), οπότε μιλάμε για αρκετά παλιά ταβλαδόρικη ατάκα.

Πάσα: Ντίνος.

  1. Κρουπ κρουπ κρουπ (ήχος παλινδρόμησης ζαριών μες στην φούχτα), πακ πακ πακ (κυλάνε στο τάβλι)
    - Έξι δύο τα αλλότρια (ακούγεται η αρκετά αδιάφορη έως απαθής φωνή του ταβλομάχου).
    Πλακ (το πρώτο πούλι) πλακ (και το δεύτερο πούλι).

  2. Μού ’πε της Ευφροσύνης το παιδίον:
    «Πάντα εγώ τ’ αλλότρια τα κρίνω εξ αιδοίων».
    (δώσε βάση στην ποίηση εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, είναι το πέρασμα της μπάλας κάτω από τα ανοιχτά πόδια του αντίπαλου αμυντικού. Όπως το θέτει γλαφυρά ποδοσφαιρο-σλανγκιστής εδώ, «ποδιά είναι το ελαφρό τσιμπηματάκι-πέρασμα της μπάλας κάτω από τα πόδια του επερχόμενου αντιπάλου. Απαραίτητη προϋπόθεση, ο επιθετικός να ξεκινήσει νωχελικά, ώστε να δώσει λανθασμένη εντύπωση στον αμυντικό πως όλα καλά θα του πάνε. Ακολουθεί αστραπιαίο πέταγμα και ελιγμός ώστε ο επιθετικός να παραλάβει την μπάλα από την άλλη μεριά και ο αμυντικός να πάρει την «ποδιά» και να την φορέσει μιας και από την ντροπή θα αλλάξει επάγγελμα».

Μάξι Ροντρίγκεζ: «Θα κάνω… ποδιά στον Κυργιάκο».
«Απειλές» μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της Λίβερπουλ εκτόξευσε ο Μάξι Ροντρίγκεζ στον συμπαίκτη του Σωτήρη Κυργιάκο!
«Ναι, κάναμε πλάκα μεταξύ μας. Του είπα πως θα του κάνω ‘ποδιά’ και αυτός μου είπε πως θα με κλωτσήσει!», είπε αστειευόμενος ο Αργεντινός μεσοεπιθετικός για το ματς με την Εθνική Ελλάδας, όπου θα βρει αντιμέτωπο τον Έλληνα αμυντικό.
(Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Χρησιμοποιείται πολύ στον αθλητισμό. Βγαίνει από το αγγλικό lob, που σημαίνει το ρίξιμο της μπάλας στον αέρα έτσι ώστε να σχηματίσει υψηλό τόξο. Η αγγλική λέξη μαρτυρείται από το 1824.

Η λόμπα χρησιμοποιείται κυρίως στο τένις, όπου είναι μια υψηλή και δυνατή μπαλιά, κυρίως όταν ο αντίπαλος είναι κοντά στο φιλέ, αλλά έχει διάφορες παραλλαγές, όπως φαίνεται στο άρθρο της Βικούλας.

Στα ελληνικά η λόμπα χρησιμοποιείται κυρίως στο ποδόσφαιρο, όπου είναι «η μπαλιά μεταξύ σέντρας και σουτ που γίνεται την ώρα που ο επιτιθέμενος βλέπει τον τερματοφύλακα εκτός θέσεως και προσπαθεί να τον «κρεμάσει»», δες εδώ για πλήρη ορισμό. Άλλες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για τον ξευτιλισμένο από την λόμπα μεσολογγίτη τερματοφύλακα είναι «τον κρέμασε» και «τον τέντωσε». Για τις λόμπες είναι διάσημοι οι λατινοαμερικάνοι.

Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και στο μπάσκετ για την ψηλοκρεμαστή μπαλιά- πάσα- ασίστ που «κρεμάει» τους αντιπάλους και βρίσκει επιτιθέμενο στην καρδιά της ρακέτας, ιδίως σε αιφνιδιασμό. Αν ο πασαδόρος είναι κωλόφαρδος μπορεί και η λόμπα να καταλήξει στο καλάθι, ή αντίστροφο ένα σουτ-αερόμπαλα να το αδράξει συμπαίκτης και να σκοράρει οπότε να θεωρηθεί α πουστεριόρι ως λόμπα, όπως έγινε με ένα εξαιρετικά αμφίσημο σουτ-πάσα του Μίλος Τεόντοσιτς του Ολυμπιακού.

  1. Η λόμπα είναι επίσης ό,τι και ο λόμπας, ήτοι η κωλόμπα που της φάγανε τον κω. Από το περσικό gulampare βγαίνει το τουρκικό kulampara, - και τα δύο σημαίνουν τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο-, και από εκεί το κολομπαράς. Με μια εντυπωσιακή ολίσθηση του σλανγκοσημαίνοντος έχουμε με σλανγκικές αποκοπές και αναπτύξεις και λολοπαίγνια τα: κωλόμπα, κωλόμπος, λόμπας, λομπίσκος, λο, ενώ από τον Χότζα έχουμε ακούσει και τα εθνικά/ εθνοτικά: κολομβιανός, λομβαρδός, λογγιβάρδος.

  2. Η παρδαλή λέξη αναφέρει ότι στα λευκαδίτικα (και ίσως όχι μόνο) η λόμπα είναι ό,τι και η λούμπα, δηλαδή η λακούβα. Η λούμπα πάντως σύμφωνα με το Βικάκι «προέρχεται από το αγγλικό lube bay. Στα συνεργεία αυτοκινήτων πριν εφευρεθούν οι υδραυλικοί ανυψωτήρες, η αλλαγή λαδιών γινόταν πάνω από ένα λάκκο, τη λούμπα», δες.

  1. α. Μπενφίκα: Στραπάτσο με λόμπα. [...] Ο 24χρονος Βραζιλιάνος φορ βγήκε στην αντεπίθεση και με μια εξαιρετική λόμπα από μεγάλη απόσταση, κρέμασε τον Ρομπέρτο, πετυχαίνοντας ίσως το καλύτερο γκολ της εβδομάδας στην Ευρώπη.
    (Δώθε).

β. Στην επόμενη φάση ο Καρνέζης βγήκε από την εστία του και ο Κλέιτον τον «κρέμασε» με μια βραζιλιάνικη «λόμπα» κερδίζοντας το χειροκρότημα των συμπαικτών του. (κείθε)

γ. Επιστροφή με λόμπα. Εάν ο παίκτης στον φιλέ σε τρώει ζωντανό, τότε η επιστροφή με λόμπα είναι καλή λύση. Ο συμπαίκτης σας πρέπει να μείνει πίσω. Προτιμάτε τις διαγώνιες λόμπες γιατί σας προσφέρουν καλύτερο στόχο. (παραπέρα).

δ. Με λόμπα καλάθι ο Τεόντοσιτς. (Από τον κόκκινο πλανήτη)

  1. α.- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
    - Περσινός κωλομπαράς - φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

β. - Είναι Λομβαρδός, γιου νόου, Μιλάνο, Πάβια, Κρεμόνα; οι Λογγιβάρδοι επιτίθενται, ένα πράμα (ο Χότζας περιγράφει μια λόμπα σε πρόσφατη συνάντα)

  1. Παραδέξου ότι έπεσες σε λόμπα. Δεν είναι κακό.
    Το αστέρι της Βεργίνας (όπως έγινες γνωστό) ή ήλιος (οκτάκτινος, 16κτινος κλπ) όπως ήταν γνωστό πριν την Βεργίνα, ήταν πανελλήνιο σύμβολο και το χρησιμοποιούσαν όλες οι ελληνίδες πόλεις-κράτη και βασίλεια. (Από φοράδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified