Ο κυριλέ φλώρος που προσέχει σε ακραίο βαθμό την εμφάνισή του και την γυαλάδα των προσωπικών του αντικειμένων. Σχετικό με το τσινάρι. Στην Θεσσαλονίκη παραδοσιακό στέκι των τζίντζηδων είναι πολύ γνωστό καφέ απέναντι από την Μητρόπολη. Η προέλευση της λέξης αγνοείται.

Χα! Δες τον τζίντζη που έσκασε με τα γυαλιστερά του τα ρουχαλάκια. Μα τι φλώρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλάφερ ονομάζεται το άτομο το οποίο είναι επιφορτισμένο με το να κρατάει σε στύση έναν πορνοστάρ ανάμεσα στα γυρίσματα των σκηνών.

Ε! Μάκη! Ο επιβήτορας μιλάει με τον σκηνοθέτη, στείλε την φλάφερ να του «τονώσει το ηθικό».

Βλ. και ανάφτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόγκαρτ λέγεται αυτός/αυτή που κατά την διάρκεια μιας χασισοποσίας κρατάει αρκετή ώρα τον μπάφο και παράλληλα μιλάει.

Προφανώς προέρχεται από τον ηθοποιό Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, ο οποίος στις ταινίες κρατούσε μονίμως ένα τσιγάρο (κανονικό) και μιλούσε.

Βλέπε και Καζαμπλάνκα.

Άντε ρε μπόγκαρτ, έχεις μισή ώρα το μπάφο στα χέρια σου και μας έχεις αναλύσει την μισή σου ζωή!

θα τ\'ανάψει, δεν θα τα ανάψει, μας έπρηξες... (από BuBis, 13/09/09)don\'t bogart me (από BuBis, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified