Ἔτσι λέγεται ὁ κασμὰς (τὸ σκαπτικὸ ἐργαλεῖο) στὴ ΒΔ Κρήτη.

Ἐπειδὴ στὴν αὐτὴ περιοχὴ ὀνομάζεται μπίκα ἡ μύτη (ἀνατ., ἀλλὰ καὶ κάθε αἰχμηρὴ διαμόρφωσι), συνάγω ὅτι ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσι πρέπει νὰ εἶναι ἰταλ. becco (ἀγγλ. beak)>μπίκα=μύτη>μπίκος=κασμάς (προφ. διότι εἶναι μυτερός).

Θεωρῶ ἐπίσης ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐτυμολογικὴ σχέσις μὲ τὸν μπί(ῆ)κο=ταῦρο, μιᾶς καὶ ἡ προσφερθεῖσα ὑπὸ ΜΧΣ ἀνάλυσις ἦτο πλέον ἢ πειστική.

Οἱ χωροφυλάtchοι μᾶς ἀρωτούσανε ντελόγο στὰ σύνορα ἦντα δουλιὰν ἐκάμαμε. Τchὲ μεῖς τὼς ἐλέγαμε πράμα ματσακούπι τchὲ μπικαδάτchι τch´ ἐτσὰ πράματα, σκαφιάδες πὼς ἤμαστονε ἐδά, νὰ θρέψωμε θέλει τὰ μπαντέρμα τὰ κοπέλια μας.
(ἀπὸ σημειώσεις τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα).

Got a better definition? Add it!

Published

Τὸ φέρνω ἐδῶ δὲν ἔχει τὴν κανονική του σημασία (κομίζω τι, (ὑπο)βαστάζω τι, εἶμαι ὑπόθεμα τινός), ἀλλὰ τὴν ἀργκοτική του ἔννοια, ποὺ σημαίνει συμπεριφέρομαι σάν, πρόσκειμαι σέ, ἔχω τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ, τὰ ὁποῖα ὅλα μαζὶ συμποσοῦνται σὲ ὁμοιάζω μέ.

Ἡ σύνταξι εἶναι φέρνω (λιγάκι) σὲ Αἰτ.

Ἀπὸ τὴν ἔρευνα (καὶ καλά) στὸ http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/ προέκυψαν καὶ πολλὲς συνθέσεις τοῦ φέρνω, ὡς δευτέρου συνθετικοῦ, στὶς ὁποῖες ἔχει πάντα τὴν ἀργκοτικὴ σημασία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γυροφέρνω (φέρνω γύρους, μία ἀκόμη παράπλευρη σημασία), (κουτσο)καταφέρνω (ὅπου ἐν κατακαυλίδι σημαίνει [προσ, εισ]φέρ[ν]ω ἀποτέλεσμα), λογοφέρνω (εἰσφέρω λόγους σὲ φιλονεικία, μπερχαμά κλπ), ξαναφέρνω (ἡ κυρία σημασία ἐπαναληπτικῶς), συνεφέρνω (φέρνω στὰ συν-καλά του κάποιον) καὶ συμφέρ(ν)ω (ἔχω ἰδιοτελὲς διαφέρον διά). Ἡ σημασία τοῦ φέρνω στὸ γυροφέρνω ἀπαντᾶται καὶ στὸ φέρνω βόλτα (καταφέρνω, κουλαντρίζω, βλ. ὁρ. 2), τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀπαντᾶται ἐν συνθέσει (βολτοφέρνω).

Ἔγραφον μὲ τὴν ἐνθάρρυνσι καὶ συνεισφορὰ τοῦ Βικός.

Ὁ Τάκης φέρνει (λιγάκι) σὲ ἀδελφή=ἀδελφοφέρνει, σὲ πούστη=πουστοφέρνει (βλ. λῆμμαν) κλπ.

Σε γεύση φέρνει λιγάκι σε μουσταλευριά, αλλά είναι πολύ πιο ελαφρύ, σου θυμίζει περισσότερο σταφύλι. Και βέβαια είναι πιο … (Ἀπὸ ἐδῶ http://www.stoapeiro.gr/archives/tag/%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82)

Φέρνει λιγάκι σε τραβέλι ή είναι η ιδέα μου; (από allivegp, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται περὶ τοῦ συντηρητικοῦ meta-bi-sulfite (ἕνας δισουλφίτης), ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν οἰνοποιία, ὡς ἀνασταλτικὸ τῆς ὀξικῆς ζυμώσεως (σὲ ἁπλᾶ ἑλληνέζικα, γιὰ νὰ μὴ ξυδιάζῃ ὁ μοῦστος).

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανές· ἡ διαδικασία παραγωγῆς τῆς λέξεως δὲν ἀκολουθεῖ στάδια, ἀλλὰ γίνεται διὰ μιᾶς, ὡς μπερδεψοπαρετυμολόγησις ἐκ μέρους τῶν ἁπλῶν χρηστῶν τῆς οὐσίας, τὴν ὁποίαν τοὺς δίνει μαζὶ μὲ ἄλλα μαντζούνια ὁ κρασοχημικὸς (καὶ καλὰ οἰνολόγος...) σὲ ἕνα σακκουλάκι γιὰ νὰ τὴ ρίξουν στὸ βαρέλι, καὶ αὐτοὶ δὲν πολυσκοτίζονται νὰ καταλάβουν οὔτε πῶς ἀκριβῶς λέγεται, οὔτε τί ἀκριβῶς κάνει αὐτὸ τὸ σατανικὸ δηλητήριο.

Ἐκφέρεται κυρίως ὡς οὐδέτερο, τὸ μπολσεβίκο, τὸ ἔχω ὅμως ἀκούσει καὶ ὡς ἀρσενικό, ἀπὸ διάφορα (πρώην) κουμμούνια, ποὺ κάτι τοὺς θυμίζει, τελείως ἄσχετο ὅμως.

Κάποιοι ἄλλοι χρῆστες προλαβαίνουν νὰ συγκρατήσουν τὶς πρῶτες συλλαβὲς σωστά, καὶ τὸ λένε μεταμπί.

Τὸ λῆμμαν ἀφιεροῦται στὴν σλάγκαρχο ironick.

(Ψάχνεται νὰ βρῇ κρασὶ χωρὶς μεταμπισουλφίτ, διότι ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε ὅτι τὴ βλάπτει):
_Θὰ ρωτήσω τὸ θεῖο μου ἂν βάζῃ μπολσεβίκο στὸ κρασί.

(από Vrastaman, 10/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified