Το λέμε με κοροϊδευτική, περιφρονητική διάθεση σε όσους αργούν να ξυπνήσουν.
Σήκω πάνω επιτέλους βρε ανεπρόκοπε, θα σε κατουρήσ' ο ήλιος!
Το λέμε με κοροϊδευτική, περιφρονητική διάθεση σε όσους αργούν να ξυπνήσουν.
Σήκω πάνω επιτέλους βρε ανεπρόκοπε, θα σε κατουρήσ' ο ήλιος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται ως συνήθως από τους χαμηλοσυνταξιούχους που τα οικονομικά τους, αν μη τι άλλο, δεν τους βοηθούν ιδιαίτερα.
- Πώς τα βγάζετε πέρα με τα λιγοστά χρήματα που λαμβάνετε; - Ένα φιδέ κι ακίνητος. Αν κινηθούμε θα ξαναπεινάσουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τίτλος που απονέμεται στην κάθε ενοχλητική θεια που βρίσκεται στο δρόμο σου και σου υποβάλλει διάφορες ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες είσαι υποχρεωμένος /-η να απαντάς.
Πού πας; έφαγες; έκλασες; κ.τ.λ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σαπιοκάραβο.
-Τι λες, πάμε ενα ταξιδάκι στην Κύθηρα το Σάββατο;
-Είσαι καλά; Και να μπω σ΄αυτόν το σκυλοπνίχτη; Με την καμία όμως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για άτομα που είναι τόσο κουρασμένα, κοινώς πτώματα, με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται τους πεθαμένους. Ουσιαστικά, το μόνο που τους απομένει είναι το (κυριολεκτικό) θάψιμο.
«Γύρισε η κορούλα μου από τη δουλειά, πεθαμένη κι άθαφτη, είναι να την κλαις» έλεγε η σπασαρχίδω πεθερά στις νύφες της, για να τους δείξει ότι η κόρη της είναι άξια και εργατική, ενώ εκείνες και καλά δεν έκαναν τίποτα απολύτως.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.
Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χωρίς καπέλο, με ακάλυπτο κεφάλι τέλος πάντων.
Τα μαλλιά τους οι γυναίκες τα έκαναν κοτσίδες πίσω στην πλάτη. Άλλοτε τις έκαναν κύκλο στο κεφάλι ή φτιάχνανε τα μαλλιά κότσο και βγαίνανε ξεκούτρουλες.
Μην πας ξεκούτρουλος ρε, θα γυρίσεις σαν ζαλισμένο κοτόπουλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για τους ανίκανους -γενικά- συζύγους.
- Και στην τελική ρε θεια γιατί τον πήρες; Για το μαλλί του ή για το τυρί του; Αφού ούτε παιδιά μπορούσε να κάνει, ούτε δούλευε.
-Τι να κάνουμε παιδάκι μου. Οι περισσότερες τότε παντρευόμασταν από προξενιό. Δεν ξέραμε από αγάπες και τέτοια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καλό είναι, ανεκτό, αλλά όχι άριστο.
-Πως σου φαίνεται ο γαμπρός που κάναμε, αδελφή;
-Ε, έρχεται από δρόμο...
-Μα και η εγγόνα μας έχει καβατζάρει τα τριάντα (χώρια τα καλοκαίρια της), τι περιμέναμε πια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται όταν δεν πάνε σε κάποιον καλά τα πράγματα γενικώς.
Μωρέ τ' αγόρασα εκείνο το φουστάνι και το χρουστώ... κακά και μαύρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified