Αυτή που κάνει κάτι επώδυνο, αλλά και εύκολο συγχρόνως, και αφού τελειώσει γκρινιάζει. Επίσης λέμε και την γκόμενα που αρνείται επίμονα αλλά στο τέλος κάθεται.

Το άκουσα στο νοσοκομείο - γυναίκα μετά από μικροεπέμβαση, όταν ξύπνησε:
- Αχχχ αχχχ βαχ...
- Σκάσε μωρή πουτσοκαμωματού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμος στην Καστοριά, το λέμε σε φίλους ...

Οι παλιοί ονόμαζαν το πασχαλινό μανάρι (αρνάκι), που ήταν η ψυχαγωγία των παιδιών, μπέτσκα απο το μπέ μπέ. Έβαφαν την ράχη του κόκκινη και το τάιζαν με αστραγάλια και ένα χόρτο που ονομαζόταν χασούλα.

Πού σαι, μπέτσκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified