Το κατοικίδιο ζώο το οποίο καταφέρνει να σε χωρίσει από τον γκόμενο ή την γκόμενά σου… Αυτό βέβαια δεν είναι και πάντα κακό.

- Οπότε λέει η Φανή «Ή ο σκύλος ή εγώ!»... Ευτυχώς που υπάρχει το χωριστρίδιο κι είμαι ακόμα ελεύθερος φίλε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψιλοπανικός που πιάνει πολλούς κατόχους κινητών τηλεφώνων όταν ακούνε κάποιο κινητό να κουδουνίζει και ψάχνονται να δουν αν είναι το δικό τους.

Και ακούω μες το σινεμά τον ήχο του κινητού μου και με πιάνει κινηπανικός. Ευτυχώς δεν ήταν το δικό μου.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεοεμφανισθείσα συνομοταξία πλασμάτων που κυκλοφορούν μόνο σε ολιγομελείς ομάδες και απαρτίζονται πάντοτε από: 1 άντρα με τουπέ, 1 γυναίκα απαραιτήτως ξανθιά, επίσης με τουπέ, μικρή ποικιλία παιδιών, 1 τζιποειδές τροχοφόρο με κίνηση 4x4. Τα πλάσματα αυτά πολλαπλασιάζονται επικινδύνως και ενδημούν σε εύκρατα κλίματα, ειδικά δε σε ήσυχα και σχετικά άσπιλα μέρη της φύσης, τα οποία φυσικά παύουν να είναι ήσυχα και άσπιλα μόλις ενσκήψουν οι τζιπηγένειες. Ας τονιστεί ότι στις τζιπηγένειες τα πόδια είναι διακοσμητικά και δεν λειτουργούν, γι' αυτό οι καημένες πρέπει να πηγαίνουν ώς την άκρη της λίμνης, της θάλασσας, του βουνού με το τζιποειδές τουτού τους.

Ορισμός σαφής.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευτυχισμένο ζευγάρι συζύγων ή εραστών με τις καλύτερες προοπτικές μακρόβιας συνύπαρξης η οποία βασίζεται στο ότι τους αρέσει να τρώνε διαφορετικά κομμάτια του κοτόπουλου…

Ο Μάκης και η Σούλα έρωτες;; Τι λε ρε... Κοτευγάρι έιναι.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδί το οποίο όταν πέσει κοιτάζει πρώτα αν το βλέπει κανείς μεγάλος, σε οποία περίπτωση μπήγει τα κλάματα σπαραξικάρδια, ειδάλλως συνεχίζει αμέριμνο.

- Ήμουν πίσω απ 'το δέντρο και δε μ' έβλεπε. Έπεφτε, κοίταγε τριγύρω και σηκωνόταν. Μόλις εμφανίστηκα, έπεσε κάτω κι άρχισε τα κλάματα το μπηγοπαιδόφωνο.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται όταν όλοι βγάζουν τα κινητά τους κι αρχίζουν να συναγωνίζονται ποιανού είναι πιο μικρό, ποιο παίζει όχι μόνο τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική αλλά και ολόκληρη τη δεύτερη πράξη από το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν και ποιο βγάζει φωτογραφίες έτοιμες για καδράρισμα...

Έξι μαντράχαλοι να πίνουμε καφέ... και τους πιάνει ένας συγκινητισμός!.. Σηκώθηκα κι έφυγα σε πέντε λεπτά λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, είτε ως ανταύγεια είτε ως βαφή, το οποίο στο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας δεν ταιριάζει «ούτε με ενέσεις». Κλασσικό παράδειγμα «γουστέλλειψης». Απαντάται σπανίως και σε άνδρες.

- Περίμενα κι εγώ τη Θεά που θα'ρχόταν μαζί με τον Μπάμπη.. Κι σκάει μια μ'ένα μαλλί ξανθεμετί... δράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετροεπείς θρησκευτικοί ταγοί που καπηλεύονται το όνομα των πεφωτισμένων ιδρυτών θρησκειών με αποκλειστικό στόχο την αυτοπροβολή, καλύτερα ρούχα, διακοπές σε ιδιωτικά γιοτ και φυσικά την καταπίεση και τον εκφοβισμό όλων αυτών που αποκλίνουν έστω και οριακά από το μύθευμα του χρηστού μέσου όρου. Σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς είναι ότι όταν ήταν μικροί κανένα παιδάκι δεν ήθελε να παίξει μαζί τους γιατρό και νοσοκόμα. Οι πληροφορίες για απωθημένο με την Bibi-Bo παραμένουν ανεξακρίβωτες.

Ορισμός σαφής. Νομίζω...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified