Τα αγοράκια από είκοσι μέχρι περίπου τριάντα ετών που έχουν φέτες κοιλιακούς. Τελευταία φοριέται πολύ στους μπάτσους με τα μοτοσακά της ομάδας Ζεύς και λέγεται αβέρτα-κουβέρτα σε γυναικοπαρέες στραβογαμημένων και όχι μόνο.

(Στο γραφείο)
- Για δείξε μου παρακαλώ το πρόγραμμα.
- Σκάσε μωρή λυσσάρα, κάτι έγινε και μαζεύτηκαν τα φετόνια από κάτω... αχ εμένα να συλλάβετε... τι γκαύλα τα άτιμα.

Άσπρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Μαύρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Νεκρό - δολοφονηθέν Φετόνι Ηπείρου. (από perkins, 01/06/10)Τι προμηνάνε τα μαύρα και τα άσπρα φετόνια; (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo και όχι cabrio) είναι ένα διαδεδομένο θαλασσοπούλι. Συναντάται σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και στην Ανατολική Ακτή της Βόρειας Αμερικής, όπως λέει και η Βικούλα μας.

Ειδικότερα το πτηνό ενδημεί στην περιοχή του Ελαιώνα, ακριβώς εκεί που ήθελε να καταστρέψει την περιοχή ο βάζελος για να χτίσει γήπεδο, άκουσον άκουσον, μέσα στον υπέροχο βιότοπο.

Ο Κορμοράνος ο Σλανγκικός (Phalacrocorax slangus) είναι το φετόνι που έχει συνολικά πολύ ωραίο κορμί και είναι νεαρής αναπαραγωγικής ηλικίας [(sl)Angus Young].

Πάρα πολύ μεζεδάκι σου λέω το μωρό μου, πρέπει να σου τονε γνωρίσω, μας κάνει και πιλάτες στο τζυμ. Κορμοράνος σου λέω το παιδί.

(από perkins, 01/06/10)(από perkins, 01/06/10)slangus young (από perkins, 01/06/10)

βλ. και κορμαρίων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την ακρίβεια: Απ' όλων(ας). Πρόκειται για αγνώστου πατρός νεογνό του οποίου η σύλληψή επισυμβαίνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες λιώματος, νταγκλαντές ή μειωμένων αναστολών γενικότερα. Η μητέρα δεν γνωρίζει την ταυτότητα του πατρός, καθώς είναι ελαφρών ηθών και με πολυπληθείς παρέες. Οπότε, όποιος πρόλαβε, το έσπειρε το μούλικο.

Είναι κάτι ανάλογο με τα τσιγάρα απόλλων ως προς την κοινοκτημοσύνη, άλλα με διαφορετικό αντικείμενο απόλαυσης.

- Να σου ζήσει Λίλιαν το μωρό. Πω πω ένας άντρακλας, θέλω να γίνω νονά του, αγάπη μου.
- Θα το βγάλουμε Απόλλων..ξέρεις εσύ, κάπου εκεί σε θυμάμαι κι εσένα!

Ναός για τις βαφτίσεις των Απ\'όλων(ων). (από perkins, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά το άφιλτρο τσιγάρο καθόσον το φίλτρο παρομοιάζεται με υπόδημα.

Λέξη που χρησιμοποιούσαν τα κουτσαβάκια αλλά και οι γαρδέληδες κάμποσες δεκαετίες αργότερα.

Ρε Νιόνιο, δώ' μου ρε ένα ξυπόλητο.
— Ρε πούστη μας έχεις γαμήσει στην τράκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «μισά» πακέτα που κυκλοφορούσαν πολύ παλιότερα και είχαν δέκα τσιγάρα αντί για είκοσι.

Τα τελευταία χρόνια ξανακυκλοφόρησαν σε λίγα κομμάτια κάποιες μάρκες όπως τα Origin του Καρέλια (το 2002) και τελικά απαγορεύτηκε η πώλησή τους υπ' αυτήν τη μορφή.

Κάποιοι τα λέγανε και φοιτητικά.

— Φίλε, πάμε στο Ελλάς για κάνα μπυρόνι;
— Δεν παίζει μία.
— Έλα ρε, τα βάζω 'γω κι έχω και για ανήλικο...

θεριακλου (από perkins, 01/06/10)Baby Herman (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της καφενειακής σλανγκ που αναφέρομαι στους τελευταίους ορισμούς (ξυπόλυτο, ανήλικο), προσθέτω πάραυτα και το ιδρωμένη.

Η πάρα πολύ κρύα μπύρα του μαγκίτη που, όταν βγει από το ψυγείο, υγροποιούνται πάνω στο μπουκάλι της οι περιβαλλοντικοί υδρατμοί με αποτέλεσμα να «ιδρώνει».

Για δε τον βαθμό της θερμοκρασίας του μπυρονίου, η εφίδρωσή αποτελεί εξαίρετη ένδειξη. Τυχαίο; Δε νομίζω!

Ρε συ Τακούλη, τσάκω μια ιδρωμένη.

Βλέπε και τσαφωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείου συνέχεια και... υποβρύχιο. Αποτελείται από μια κουταλιά του γλυκού βανίλια βυθισμένη σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό.

Τα «παλιά τα χρόνια» έπαιζε πολύ και στα καφενεία και ως τρατάρισμα στα σπίτια. Τίμιο αντιυπογλυκαιμικό χωρίς λιπαρά.

Υπάρχει επίσης και αυτό το υποβρύχιο που υπάγεται στα ξίδια.

Έλα παιδιιιιιιί, έναν γλυκύ βραστό και ένα υποβρύχιο για τη μανδάμ.

Υποβρύχιο ουρανός (από perkins, 02/06/10)White submarine (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του Πατρινού (κυρίως) Ελληνικού καφέ.

- Άντε ρε μεγάλε, σήκω.
- Μισό, έχω ακόμα μια τζούρα καφέ.
- Θα πιεις και τα σαρίδια;

σταρίδια μου. (από perkins, 02/06/10)σα(υ)ρίδια (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του «πολύ» Τζιμπρίλ Σισσέ ξέφυγε από τα όριά του και υπερκέρασε την ίδια του την ταυτότητα. Σημαίνει πλέον τον πάρα πολύ καλό ποδοσφαιριστή (για την Ελλάδα αυστηρά) που κάνει τη διαφορά στο γήπεδο.

Θεωρώ ότι όποιος ακούει αθλητικά ραδιόφωνα γνωρίζει ότι πλέον το όνομα «Σισσέ» εμπίπτει στη Σλανγκ.

- Την έκανε ρε συ ο Μπαινόπουλος από το δουσού;
- Είναι που έταζε ότι θα έπαιρνε άλλους τρεις Σισσέδες!

(από perkins, 03/06/10)(από perkins, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημιαπασχολούμενος (εντελώς ημί όμως) εργαζόμενος που δουλεύει αναπληρώνοντας σε απουσίες, άδειες και ρεπό τακτικό προσωπικό ορισμένων επιχειρήσεων.

Οι ρεπατζήδες, οι οποίοι εργάζονται στη χάση και στη φέξη και ανασφάλιστοι, απαντώνται συνήθως στον χώρο της διασκέδασης και των νυχτερινών μαγαζιών αν και τα τελευταία χρόνια τείνουν να εξαφανιστούν καθώς οι ελαστικές -μη χέσω- μορφές εργασίας τείνουν να γίνουν το βασικό μοντέλο στην χώρα.

Σημείωση: στη Γερμανία οι ρεπατζήδες γυναικολόγοι βγάζουν περισσότερα γκαφρά από τους τακτικούς λόγω κάποιων ειδικών διατάξεων στη φορολογία και τις εφημερίες.

Καλά που έχουμε και το Γιάννη και θα λείψω αύριο. Θα μου κάνει το ρεπό, αν και τον ντρέπομαι ρε πστ μετά από τόσον καιρό.

Οργανο βασανιστηρίων του ρεπατζη Γυναικολόγου. (από perkins, 03/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified