ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:

Αυτή η οποία αρέσκεται στην πεολειχία και μάλιστα διαθέτει (ενδεχομένως) ταλέντο σε αυτο. Μπορεί να χρησιμοποιηθει απαξιωτικά ή/και επαινετικά.

  1. - Ωραία και καλή κοπέλα η Μόνικα, έτσι;
    - Σιγά ρε, μία ρουφοκαυλέτα είναι!

  2. - Τι έγινε με τη Γεωργία ρε συ; Καλή στο κρεβάτι;
    - Πο πο φίλε τρελή ρουφοκαυλέτα σου λέω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Χαρακτηρισμός πίπας κατά την οποία μετά την εκσπερμάτιση το γλείψιμο συνεχίζεται.

Του πήρα (/έκανα) μία ρουφοκαυλέτα... Με παρακάλαγε να σταματήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:

Η πεολειχία, το τσιμπούκι, η πίπα.

- Άβγαλτο κοριτσάκι μου φάνηκε η Μαρία...
- Τι λες ρε μαλάκα; Αυτή είναι εξπέρ στη ρουφοκαβλέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified