Παθαίνω πλάκα.
Έχω κοπεί, κόπηκα.
- Κόπηκα στα γέλια! Μαλάκα, έχω κοπεί, τι μου λες τώρα;
Παθαίνω πλάκα.
Έχω κοπεί, κόπηκα.
- Κόπηκα στα γέλια! Μαλάκα, έχω κοπεί, τι μου λες τώρα;
Got a better definition? Add it!
ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Χαρακτηρισμός πίπας κατά την οποία μετά την εκσπερμάτιση το γλείψιμο συνεχίζεται.
Του πήρα (/έκανα) μία ρουφοκαυλέτα... Με παρακάλαγε να σταματήσω!
Got a better definition? Add it!