Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του Ζητά (μέλος της ομάδας Ζήτα της αστυνομίας).

- Φόρα το κράνος σου, νομίζω είδα ζήτουλες πιο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι σε κάποιον με κάποιο τρόπο ο οποίος προσδιορίζεται μετά το ρήμα.

  1. - Τι είπες ρε; Θες να σε κεράσω κάνα μπουκέτο τώρα;

  2. - Θα στο κεράσω το μπουκάλι... στη μάπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που ηλικιακά ανήκει στην τάξη των υπερήλικων, παρόλ' αυτά εξακολουθεί να καλλωπίζεται σε υπερβολικά αηδιαστικό βαθμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άτομο αρσενικού γένους.

Συντομογραφία: Τουτάγχα.

- Είδες; Μόλις πέρασε μία τουταγχαμών.

(από Khan, 10/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη στην οποία επιδίδεται ο τσαντάκιας.

- Σήμερα φίλε είδα μία τρελή τσαντιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified