Αλεζουάρ ή γλύφανο (αγγλ. reamer).

Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει, να μεγαλώσει η να δώσει ακριβές μέγεθος σε υπάρχουσα οπή.

εδώ κι εδώ

  1. «Εναλλακτικά κάνεις πολλές μικρές τρύπες με μικρότερο τρυπάνι και το τρως με την λίμα ή χρησιμοποιείς αλεζουάρ
    Για οικονομία υπάρχει η κωνική λίμα 5-18mm που μοιάζει με κουκουνάρι... είναι λίγο ατσαλιάρα γιατί γεμίζεις γρέζι αλλά έχει περίπου 3-5 ευρώ και κάνει την δουλειά σχετικά γρήγορα και πολύ πιο εύκολα από τα τρυπανάκια... »

Από: εδώ

  1. εκείνη : ο λα λα λα , ζε σουι πετιτ, Φρανσουά
    εκείνος : βου λε βου κουσε αλεζουαρ μαντάμ;
    εκείνη : ντακορ
    και οι δυο μαζί : κου πε πε , κου πε πε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει το ανυποψίαστο κοινό σχετικά με την επικινδυνότητα μιας άσκησης ή ενός κασκαντεριλικίου που πρόκειται να ακολουθήσει.

Προσδίδει κύρος στον περφόρμερ και δημιουργεί το απαραίτητο θριλ και δέος στους θεατές.

- Δε στάντζς μπιλόου αρ μπίνγκ περφόρμντ μπάι πρόφεσιοναλς, σο ντοντ τράι δεμ ατ χόουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified