Αλεζουάρ ή γλύφανο (αγγλ. reamer).
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει, να μεγαλώσει η να δώσει ακριβές μέγεθος σε υπάρχουσα οπή.
- «Εναλλακτικά κάνεις πολλές μικρές τρύπες με μικρότερο τρυπάνι και το τρως με την λίμα ή χρησιμοποιείς αλεζουάρ
Για οικονομία υπάρχει η κωνική λίμα 5-18mm που μοιάζει με κουκουνάρι... είναι λίγο ατσαλιάρα γιατί γεμίζεις γρέζι αλλά έχει περίπου 3-5 ευρώ και κάνει την δουλειά σχετικά γρήγορα και πολύ πιο εύκολα από τα τρυπανάκια... »
Από: εδώ
-
εκείνη : ο λα λα λα , ζε σουι πετιτ, Φρανσουά
εκείνος : βου λε βου κουσε αλεζουαρ μαντάμ;
εκείνη : ντακορ
και οι δυο μαζί : κου πε πε , κου πε πε