Σίγουρα, εκατό τοις εκατό, εγγυημένα.

Από το αγγλικό guarantee.

- Θα ξηγηθεί ο Ζάχος αμαξάκι, σίγουρα; Γιατί την άλλη φορά την έκανε από νωρίς!
- Ναι ρε σε λέω, αφου με είπε ότι θα κάτσει μέχρι το τέλος, γκαραντί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά λεφτά.

- Ωραία μουνιά κυκλοφορεί ο Τάκης ρε!
- Εννοείται ρε όλα στα γούστα είναι, φορτωμένο τυπάκι, δεν έχει πρόβλημα.

Το θέμα είναι να είσαι φορτωμένος βάσει του ορισμού. Αλλιώς, έτσι φορτωμένος, όχι μουνί δεν βγάζεις βόλτα, ούτε κουτσή κατσιλιέρα (σλαγκασίστ). (από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ και ανελέητο ξύλο, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει και διάφορα αντικείμενα πάσης προελεύσεως.

Τους είχαμε προειδοποιήσει να μην μας ξανακολλήσουνε. Και την άλλη φορά μας κάνανε μαγκιές και τελικά τους ρίξαμε ένα βρωμόξυλο με κάτι καρέκλες και ρόπαλα που τους έφυγε η μαγκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίζομαι απρόοπτα, ξαφνικά.

Συναντάται και αλλιώς ως η ξεμπούκα, η ξαφνική εμφάνιση.

Ξεμπουκάρανε ξαφνικά πίσω από την πόρτα και μας την πέσανε άσχημα, φάγαμε ένα βρωμόξυλο σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.

-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη σύνθεση των αγγλικών λέξων too much, δηλαδή πάρα πολύ. Δηλώνει το υπερβολικό, την πάνω από τα όρια κατάσταση.

Χρησιμοποιείται πολύ από τους Έλληνες του εξωτερικού, από τους οποίους και προέρχεται.

- Πιστεύεις ότι είναι καλή ιδέα να της ζητήσω να πάμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι;
- Ε ναι ρε μαν, κάτσε λίγο, τουματσιά εντελώς! Ούτε 3 βδομάδες δε γνωρίζεστε καλά καλά!

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως το φρέσκο λαχανικό ή φρούτο.

- Πάλι φρεσκαδούρα μήλα σου ξηγήθηκα, καυτευθείαν απ' τον μπαξέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ψύχρα, απότομα, ωμά.

- Μαλάκα η τύπισσα τσατίστηκε τόσο με αυτό που της είπα που μου τό 'κλεισε στεγνά, στη μάπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified