1. Οπωσδήποτε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, σίγουρα.
  2. Με θράσος, με τσαμπουκά.

1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!

  1. -Θα δώσεις το μάθημα τελικά; - Δεν έχω ανοίξει βιβλίο, αλλά θα πάω στεγνά κι ό,τι κάτσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ψύχρα, απότομα, ωμά.

- Μαλάκα η τύπισσα τσατίστηκε τόσο με αυτό που της είπα που μου τό 'κλεισε στεγνά, στη μάπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και ασάλιωτα, η διείσδυση χωρίς να υπάρχει καθόλου λίπανση στην ευαίσθητη περιοχή.

Δε μπορούσα να τον συγκρατήσω τον Νίκο χτες! Του άρεσαν τόσο πολύ τα καινούργια εσώρουχα που φόρεσα, που με ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι και με πήρε εκεί στεγνά. Πόνεσα λίγο αλλά άξιζε τον κόπο, δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published