Κλαψομουνιά ή κλαψομουνία, συνηθέστερο στον πληθυντικό: κλαψομουνίες.
Η γκρίνια και το νάζι για πράγματα που κατά βάθος τα θέλουμε. Κατ' αναλογία με το αιδοίο που «κλαίει» όταν ευχαριστιέται.
- - Θα πάμε στο πάρτι;
- [Μμμ], δεν ξέρω, μήπως είναι ξενέρωτο;
- Έλα τώρα, άσε τις κλαψομουνίες και πάμε.