Στο ποδόσφαιρο, όταν ένας παίκτης έχει την μπάλα και ο αμυντικός τον πιέζει για να του την κλέψει, τότε λέμε ότι «τον μαρκάρει».

Μεταφορικά όμως, «μαρκάρω» μια γκόμενα σημαίνει ότι της χώνομαι. Άμα η πίεση είναι πιο έντονη, τότε χρησιμοποιείται και η έκφραση «στενό μαρκάρισμα».

  1. - Δε ξέρω πως να στο πω, αλλά τελευταία μαρκάρω την ξαδέρφη σου, μπας και μου κάτσει.
    - Ε δεν τρώγεσαι. Αυτή είναι σοβαρή κοπέλα ρε, με σένα τον φλούφλη θα μπλέξει;

  2. - Τι θα γίνει, θα γαμήσεις φέτος ή θα αλλάξει ο χρόνος έτσι;
    - Γάμησέ τα. Κάνω στενό μαρκάρισμα στην Άννα από την κατασκήνωση αλλά μου το παίζει ιστορία.

(από HardcoreGR, 10/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθική ατάκα που έχει βγάλει ο Πάνος Παπατσώρης από το Τηλεάστυ, στην εκπομπή Sport Zone. Αναφέρεται σε κάθε αγώνα τον οποίο έχει προβλέψει στο στοίχημα ότι θα έρθει άσσο ή διπλό, ισχύει όμως το ανάποδο, ώσπου στο τέλος η επίμαχη ομάδα γυρνάει το ματς κι ο Παπατσώρης βγαίνει προφήτης. Το επιφώνημα συνοδεύεται πάντοτε και με τον ανάλογο πανηγυρισμό.

- Πάνο, από 2-1, βάζει δύο γκολ η Μαρσέιγ στη Ντόρτμουντ και το γυρνάει στα τρία τελευταία λεπτά. 2-3!
- Έλα ρε, έτσι! Ανατροπέλι ρε!

(από HardcoreGR, 14/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται σε δύο περιπτώσεις:
1. Σε κάθε περίσταση ακαταστασίας, βρωμιάς, μπίχλας και όλα τα συναφή. Συνήθως περιγράφει ένα αντικείμενο ή έναν χώρο, ο οποίος είναι τόσο μπουδέλο, ώστε αν μπούμε κι εμείς μέσα τότε θα φρακάρει το σύμπαν.

  1. Όταν μια φωτογραφία ή ένα βίντεο έχει τέτοια θεόμουνα που οποιοσδήποτε θα ήθελε να μπει μέσα.

  2. Σε σπανιότερες περιπτώσεις, όταν ένα site, ένα κατάστημα ή μια εταιρεία γενικότερα, είναι τόσο υπερπλήρης σε όσα προσφέρει, που μόνο εμείς απουσιάζουμε.

1α. - Καθάρισε επιτέλους το δωμάτιό σου ρε Νίκο. Μόνο εγώ λείπω από εδώ μέσα!

1β. - Πρέπει να πάρεις καινούργιο σκληρό δίσκο. 500GB είναι λίγα.
- Όχι ρε, εντάξει. Απλά έχω μέσα ένα σωρό τσόντες, κάτι ασυμπίεστα βίντεο που τράβηξα με το Fraps και κάτι ταινίες που κατέβασα και πρέπει να τα μεταφέρω σε DVD. Τον έχω κάνει μπάχαλο, άσε. Μόνο εγώ λείπω από 'κει μέσα.

  1. - Γράψε στην αναζήτηση του FB: Eleana Xamogelaki και πήγαινε στις Photos.
    - Έχει πολλές, καμιά 500άρα.
    - Πήγαινε στο Album Summer 2011 και δες....
    - Πωωωω, τι καύλες είναι αυτές ρε μαλάκα; Μόνο εγώ λείπω από 'κει μέσα!

  2. - Φίλε τι βάζεις μέσα στο σάντουιτς;
    - Τι βάζω; Τον πατέρα μου και τη μάνα μου βάζω. Λουκανικούπα, λάχανο, καρότο, μαρούλι, ντομάτα, κρεμμυδάκι βραστό ή ωμό. Σου βάζω και σως να γλιστράρει...μόνο εγώ λείπω από 'κει μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αναφέρεται όποτε μια κατάσταση πάει στραβά σε βαθμό γάμησέ τα. Κοινώς, την κάτσαμε, τη γαμήσαμε τη βάρκα, γαμήθηκε ο Δίας και όλα τα παράγωγα.

- Περιμένω να μου πεις τι έγινε με το νέτο χθες.
- Άσε, έγινε μαλακία. Με πήρε ο ύπνος και την έστησα στο ραντεβού. Τώρα ούτε που μου το σηκώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε όποιον έχει χάσει το μυαλό του, είτε λόγω αφηρημάδας, είτε λόγω ασχετοσύνης, είτε τέλος πάντων λόγω της μαλακίας που τον δέρνει.

- Τι μέρα είναι σήμερα;
- Καλά τα έχεις χαμένα; Κυριακή είναι κι έχεις κανονίσει να μαζευτούμε σπίτι σου για το ντέρμπι!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη με πολλές ερμηνείες.

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του «πατώνω» ήταν το 1925, όταν και το τραγούδησε ο Γιάννης Στυλιανόπουλος, σε μουσική Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και στίχους Αιμίλιου Δραγάτση. Το κομμάτι έγινε γνωστό από την επιθεώρηση «Πρωτευουσιάνα του 1925» του θεάτρου Κεντρικόν (οδός Κολοκοτρώνη) με τον θίασο Νίκου Γονίδη. Το επανέφερε σε remake ο ηθοποιός Τάκης Μηλιάδης την δεκαετία του '60.

Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:
1. Κυριολεκτικά: Ρωτώντας τον άλλο αν πατώνει ή όχι στη θάλασσα.

2. Μεταφορικά: Για το αν έχει πιάσει κάποιος πάτο στα επαγγελματικά, τα αισθηματικά του κ.ο.κ. (λινκ)

3. Σεξουαλικά: Σε όσες θέλουμε να σκίσουμε τον πάτο ή στο ρητορικό ερώτημα για το αν το πέος μας πιάνει πάτο ή όχι. (λινκ «να κρατήσω κόντρα για να την πατώνω την πουτάνα»)

4. Μεταφορικά: Για να δηλώσει ότι το άτομο τα έχει χαμένα. (λινκ)

  1. - Γιωργάκη, μη πας πιο βαθιά. Εκεί που είσαι πατώνεις;

  2. - Τώρα που σε ρήξανε στο Περιφερειακό για τα στημένα, πατώνεις; Η έχει και πιο κάτω ο πάτος σου;

  3. - Μωράκι μου ...πατώνεις;
    - Ναι καύλα μου, μέχρι κάτω.

  4. - Ρε τούβλο, πατώνεις; Τι μαλακίες πας και λες στη κοπέλα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσπαθώνω/ξυπνάω έστω και αργά. Η έκφραση «σήκωσε κεφάλι» χρησιμοποιείται από όσους είναι μονίμως στη φάπα. Όταν λοιπόν σηκώνουν κεφάλι, τότε δείχνουν ότι έφτασε η ώρα να αντιδράσουν.

  1. - Δεν γνωρίζουμε πότε θα κάνουμε εκλογές φέτος.
    - Καλύτερα να μάθετε, γιατί άμα ο λαός σηκώσει κεφάλι όπως πέρυσι, τότε φέτος προβλέπω ότι θα σας κρεμάσει ανάποδα στο Σύνταγμα.

  2. - Πετρόπουλος, κάνε ζέσταμα.
    - Τι λες ρε κόουτς; Για να μπω στο '90; Μισή σεζόν βγάζω μάτια στην προπόνηση και τους περνάω σαν σταματημένους, για να με έχεις στον πάγκο; Δε μπαίνω και πες ότι μαλακία θες στον πρόεδρο.
    - Όπα ρε Κωστάκη, χαλάρωσε. Σηκώσαμε κεφάλι;

(από HardcoreGR, 04/01/12)(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ασέβειας, ειρωνείας ή χλευασμού προς κάποιο πρόσωπο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πολύ ανώτερο από αυτόν που σηκώνει κεφάλι.

Συνώνυμες εκφράσεις:

- Έβγαλε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- Ξύπνησαν οι καπότες και γαμάνε μόνες τους
- Σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη
- Σηκώθηκαν τα σκατά και τράβηξαν καζανάκι
- Σηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα

- Πήρα το Fifa 12. Μπες στο PSN απόψε να σε παίξω.
- Τι να παίξεις ρε μπαγλαμά; Level 20 κι έχω σαρώσει όλα τα trophies. Σηκώθηκαν τα πόδια τώρα να χτυπήσουν το κεφάλι.

(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμμεσα συνώνυμο του αρχιδόκαμπος με την εξής διαφορά. Ενώ ο αρχιδόκαμπος αναφέρεται σε ένα μέρος γεμάτο άντρες, ο χαρακτηρισμός «αγγουριές» αφορά όσους άντρες είναι διαθέσιμοι για sex.

Συνήθως συνοδεύεται από λέξεις που αφορούν εκτάσεις. π.χ. «Οικόπεδο με αγγουριές» ή «Έκταση με αγγουρίες».

- Κορίτσι «για σπίτι» η Λίτσα.
- Σοβαρά;
- Τι σοβαρά ρε μαλάκα; Λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα! Δεν τα έχεις μάθει για το ξέκωλο; Όπου βλέπει οικόπεδα με αγγουρίες πάει και κάθεται πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Πέρα από το προφανές, η μαλακία αναφέρεται επίσης και στις περιπτώσεις:

  1. Όποτε ένα αντικείμενο είναι χαμηλής αξίας, περιττό, ελαττωματικό ή γενικά για τον πούτσο.

  2. Σε οποιαδήποτε κακοτυχία ή αναποδιά μπορεί να μας συμβεί.

1α. Τι μαλακία είναι αυτό το Wii ρε ψηλέ; Βάλε PS3 να παίξουμε κάνα Fifa.

1β. - Ωραία η ταινία κορίτσια;
- Sorry ρε παιδιά, αλλά μιλάμε για σκέτη μαλακία. Τουλάχιστον πάμε να μας κεράσετε κανένα ποτάκι να ρεφάρουμε.

  1. - Τι έγινε πήρατε την κούπα στο 5x5 την Κυριακή;
    - Όχι ρε φίλε, μαλακία έγινε μη μου το θυμίζεις. Χάσαμε 6-5 στα πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified