Λέγεται περί ατόμων ποταπών, που προσπαθούν να διαβάλουν άτομα ακέραιας ηθικής και χαρακτήρα, μεταφέροντας τους ευθύνες για πράξεις που δεν τους ανήκουν. Επειδή όμως -ειδικά σε μικρές κοινωνίες όπως αυτές των χωριών- ο κόσμος γνωρίζει πολύ καλά το ποιόν τους, δεν πείθεται.

Τα σκατά συμβολίζουν τις πράξεις για τις οποίες προσπαθούν τα εν λόγω κακόβουλα άτομα να αρνηθούν πως φέρουν ευθύνη.

Η χρήση της λέξης «ξερά» οφείλεται στην τάση αυτών των ατόμων να επαναλαμβάνουν συγκεκριμένες αρνητικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να «ξεραθεί» η γνώμη του κόσμου για αυτούς, να παγιωθεί δηλαδή.

- Σου ξαναλέω, κυρα-Λένα μου. Άδειο το βρήκα το πορτοφόλι σου στο δρόμο, μα την παναγία! Κάποιος θα πήρε τα λεφτά και το άφησε.
- Άσ' τα αυτά Τιτίκα, ξερά σκατά σε αλλουνού τον κώλο δε χωράνε...! Σε ξέρω τι κουμάσι είσαι του λόγου σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από τον συνδυασμό των μάγκας και μόρτης και συνδυάζει την γαμιστερότητα των ατόμων που χαρακτηρίζονται από τα άνωθεν λήμματα σε ένα, σαν άλλο σαμπουάν και μαλακτικό.

- Θυμάσαι τη Μαρία, εχθές στο μπαρ;
- Ποια; Αυτή με τα τρελά μπαλκόνια;
- Ναι, ναι, το ξανθό. Λοιπόν, ο Χάρης έφυγε μαζί της ενώ εμείς συνεχίσαμε να πίνουμε σαν τους μαλάκες.
- Α στο διάολο! Σοβαρά;
- Ναι, απλά εσύ δε θυμάσαι τίποτα ύστερα από τη δέκατη τεκίλα...
- Έλα ρε φίλε... Μαγκαμόρτης ο τυπάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνώ τον χρόνο μου σε συγκεκριμένο μέρος.

Άνδρας: Ρε Σοφάκι, πού βλέπεις να τη βγάζουμε αυτό το καλοκαίρι;
Γυναίκα: Μύκονο και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι που λέει και το τραγούδι μωράκι μου!
Άνδρας: Ναι, ναι... Αν πάρω αυτή τη ρημάδα την άδεια ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καταφέρνω, συνήθως μετά κόπου και βασάνων.

— Πωωω... Τι ζέστη είναι αυτή φέτος ρε;
— Εμένα μου λες; Τη βγάζω δεν τη βγάζω στο σπίτι. Βρήκε μέρες να χαλάσει και το κλιματιστικό!

Μάλλον από το τη βγάζω καθαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά χρησιμοποιείται όταν κανείς εμφανίζει το πέος του για τον οποιοδήποτε λόγο (ώστε να κάνει το ψιλό του, να γαμήσει, να προσκαλέσει σε συγκριτική μέτρηση άλλους παρευρισκόμενους άνδρες).

  1. Δύο τύποι συζητούν:
    — Χα χα, κοίτα τον γέρο που την έβγαλε και κατουράει στη ρόδα του φορτηγού! Νομίζει δεν τον βλέπει κανείς...
    — Γιατί, εσύ πιστεύεις πως νομίζει ότι βρίσκεται στο δρόμο τώρα;

  2. Κλασική ατάκα σε ανδροπαρέα:
    — Καλά ε, το Μαράκι εχθές αφού έφαγε την καραπουτσακλάρα μου δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της...
    — Σιγά ρε γαμιά! Όλο για το εργαλείο σου μας μιλάς...
    — Ε αφού το 'χω τιτανοτεράστιο ο πούστης, τι να κάνω!
    — Εγώ λέω να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε, να δούμε κατά πόσο λες αλήθεια.

Βλ. επίσης: τη βγάζω καθαρή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγητό που τρώγεται, αλλά όχι και με ιδιαίτερη όρεξη, γιατί ο μάγειρας δεν το έκανε πολύ γευστικό (επειδή είναι άπειρος συνήθως).

Μεταξύ νεαρού ζεύγους:
Μωράκι μου, πως σου φαίνεται το μπριάμ; Μου πήρε πολύ χρόνο να το φτιάξω.
— Βρώσιμη ύλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified