Αποστομωτική λέξη η οποία προδίδει την άρνηση ενός ατόμου να κάνει κάτι που του ζητάει άλλος.
Επίσης παράγγελμα στο στρατό που αναιρεί το προηγούμενο πριν προλάβει να εκτελεστεί.

- Έλα ρε, θα μου δώσεις το xbox για καμιά βδομάδα τώρα που διαβάζεις;
- Άκυρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Υποείδος ανθρώπου, αρσενικού γένους, που έχει την συνήθεια να κρατάει παρέα και να μεταφέρει από και προς το σπίτι, μπαρ, σινεμά κτλ, γκόμενες άλλων ή γκόμενες σκέτο, με μόνο σκοπό την δική τους ευχαρίστηση και την φιλία.

- Έλα ρε, κανόνισα απόψε να μπούμε στο γήπεδο τσάμπα, πάρε και τον Μήτσο να έρθει.
- Μπα άσ' το. Άφησε ο Λάκης την δικιά του για να τα πιει με φίλους και ο Μήτσος θα κάνει τον μουνοφύλακα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατιωτικό παράγγελμα που περιλαμβάνει κίνηση τυφεκίου.
Μεταφορικά: μεταφέρω - κουβαλώ κάτι με το ζόρι ή που είναι πολύ βαρύ.

- Άσε τι έπαθα σήμερα. Γύριζα από τη δουλειά με το παπί και έπαθα λάστιχο.
- Έλα ρε. Το πήρες επ' ώμου μέχρι το σπίτι δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published