Φράση που υποκαθιστά / αντικαθιστά την παλιότερη μένω παγωτό, έμεινα ενεός, σάστισα (και κάτι παραπάνω). Είμαι ανίκανος να αντιδράσω σε κάτι που εξελίσσεται μπροστά μου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί (εξωραϊστικά) και για να εννοήσει ότι κράτησα την ψυχραιμία μου. Επίσης υπονοεί σε πολλές χρήσεις του πως δείλιασα - χέστηκα, άλλαξα πάνες.
Προέλευση: Βλ. κασιδιάζω.
Μόλις σηκώθηκε ο νταβάς, έμεινα παυλόπουλος.