Είδος πορδής η χαλαρότητα της οποίας θυμίζει ακουστικά τον χαρακτηριστικό ήχο των φρένων λεωφορείου.
Η συχνή εμφάνιση της φρενήρους πορδής υποδηλώνει μεγάλο ανοιγμα της πρωκτικής οπής του ατόμου που την φέρει.

Εκεί που καθόμασταν με τον παππού κάνει μια στο πλάι και αφήνει μια φρενήρη και απογειωτική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος που χαρακτηρίζει ποδοσφαιριστή τόσο αργό σε αντανακλαστικά και κινήσεις που μέχρι να στρίψει βγάζει γένια.

Συνώνυμα:

  • γκαστρόμπαλος
  • καφεκόφτης (συναντάται σε αμυντικούς χαφ και η ρίζα του προέρχεται απο τον γνωστό ποδοσφαιριστή Καφέ)
  • χασμουροτόπης
  • αργόσλωος (συνθετο εκ του αργός και αγγλιστί slow)

Αντώνυμα:

  • στοπατρέχας (χαρακτηρίζει γρήγορο αμυντικό)
  • τρεχαμπούκας (κυρίως για μπουκαδόρους επιθετικούς)
  • μαραντονοδρόμος (ευέλικτος ποδοσφαιριστής με ύψος σόμπας)

Καλός μωρέ ο Ρίμπο αλλά πολύ στριψοξούρας ο κερατάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφική ταινία, κατά προτίμηση ευρωπαϊκής ή ασιατικής καταγωγής, στην οποία κανείς δεν καταλαβαίνει την υπόθεση αλλά όλοι θαυμάζουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα για να φαίνονται ψαγμένοι σινεφίλ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει το αντίστοιχο κινηματογραφικό κίνημα.

Χαρακτηριστικοί πουτοπάει σκηνοθέτες:
Θ.Αγγελόπουλος
Γουονγκ Καρβαι
Ντ. Λιντς
Λουις Μπουνιουέλ
κτλ

-Καλή η ταινία;
-Άσε ρε φίλε με τη γκόμενα που έμπλεξα. Αυτές της αρχιτεκτονικής όλο κατι πουτοπάει κινέζικα βλέπουν. Δεν κατάλαβα Χριστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλαθλος ομάδας, συνηθέστερα αεκτζής ή παοκτζής, που σε κάθε αγωνιστική θεωρεί πως η ομάδα του αδικήθηκε από την διαιτησία.
Ο όρος προέρχεται απο τον καθηγητή διατησίας Π. Βαρούχα, ο οποίος στην τηλεοπτική εκπομπή Αθλητική Κυριακή αναλύει την ορθότητα των αμφισβητούμενων αποφάσεων σε κάθε αγώνα.

-Φιλαράκι δεν το πιστεύω, μας έσφαξαν σου λεω τα κοράκια.
-Δε μας χέζεις ρε βαρούχα, έφαγες τέσσερα και μιλάς και από πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκα, σε υπερθετικό βαθμό όμως. Αναφέρεται, κυρίως, σε όσους αυνανίζονται μέχρι τελικής πτώσης.

- Ρε μαλάκα πήρα κάτι τσόντες προχτές, έλιωσα.
- Είσαι μεγάλος καυτόχειρας τελικά. Γι αυτό έχεις γίνει σαν σαμιαμίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δρόμος, συνήθως του κέντρου της Αθήνας, με μεγάλη πιθανότητα και συχνότητα εμφάνισης ναρκομανών (κατά προτίμηση σε οριζοντιωμένη στάση).

-Ρε Μήτσο πάμε μια μέχρι Εξάρχεια για κανα μπυρόνι;
-Πωπω ρε φίλε, όποτε βγαίνω μαζί σου όλο σε πρεζοδρόμια κάνουμε βόλτα.

Got a better definition? Add it!

Published