Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».

  1. (Πραγματικός διάλογος σε κατάστημα με εργαλεία, βιομηχανικά κλπ)
    - Καλημέρα!
    - Καλημέρα σας! Τί θα θέλατε;
    - Μπας κι έχεις χανάκα;
    - Εεε ορίστε; τί είναι αυτό;
    - Λουρί ρε παιδί'μ για σκυλί!
    - Α! Μάλιστα υπάρχει.
    - Να'ναι μεγάλη μόνο γιατί είναι θεριό.. .αρκούδι!

  2. Απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη «Ελέυθερος κόσμος»:
    «Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στο ανδρικό μόριο και χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ερώτηση: «εσύ πως προτιμάς να είναι το πέος του εραστή σου;». Κυκλοφορούσε παλαιότερα και ως ανέκδοτο-αστείο.

Επειδή θεωρείται ότι οι γερμανικές ψωλές είναι κατά κύριο λόγο μακριές και λεπτές, ενώ οι αντίστοιχες αγγλικές είναι κοντόχοντρες, ο συνδυασμός αυτών των δύο ''μοντέλων'' αποτελεί ιδανικό αποτέλεσμα για κάθε γυναίκα (ή και άνδρα-πούστρα)!

- Λοιπόν για πες Λιτσάκι... εσύ πως τον θες τον άντρα;
- Εεε..να είναι καλός, ευγενικός, αστείος... αυτά.
- Και από πούτσα;
- Γερμανική και ν' αγγλοφέρνει καλή μου! Ο καλύτερος συνδυασμός!
- Σωστήηηηη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάζα από πέος. Στην ουσία ο ίδιος ο πούτσος, συνήθως σε στύση, σε μεγάλο μέγεθος.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πλήρωση χώρου από το πέος και κάποιες φορές συμπεριλαμβάνει και τους όρχεις μαζί.

  1. - Ρε μαλάκα τί μουνάρα είναι τούτη;
    - Άστα ρε φίλε! Κάθε μέρα στη δουλειά με το που την εβλέπω μ' αυτά τα ξέκωλα τα ρούχα, γεμίζει το βρακί μου πουτσοκρέας!

  2. Επίσης και ως βρωμόλογο την ώρα της σεξουαλικής πράξης: «...αααχ... πουτανάκι μου... θα σου γεμίσω το στόμα με πουτσοκρέας τώρα!!»

Στο 2.28. (από Khan, 28/06/12)

Και κρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδοστρωτήρας, σε λαϊκότερη και πιο «χωριάτικη» εκδοχή. Συναντάται κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Λόγω του κυλίνδρου που διαθέτει στο εμπρόσθιο μέρος το εν λόγω χωματουργικό μηχάνημα για να συμπιέζει και να στρώνει το οδόστρωμα κυλώντας πάνω σε αυτό χρησιμοποιώντας το βάρος του.

Επίσης μπορεί να το συναντήσουμε και ως «κύλιντρος» ή ακόμη πιο ακραία «κύλιντρας».

- Κύριε Μήτσο θέλω να στρώσω λίγο το έδαφος εδώ μπροστά ώστε να μπορούνε να πατάνε τα αυτοκίνητα, αλλά δε θέλω να το ρίξω άσφαλτο γιατί θα πάει ο κούκος αηδόνι...
- Σώπα ρε που θα ρίξεις άσφαλτο! Θα φέρω 'γω μια μέρα το κατρακύλι, θα σ'το πατήσω καλά και θα γίνει τσιμέντο!
- Το... ποιο θα φέρετε;
- Το κατρακύλι ρε ... τον κύλιντρο, πώς το λένε!
- Αααα, τον οδοστρωτήρα εννοείτε!
- Ε, πες το κι έτσι!

(από cristoferino, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί σύντομη και αρκετά χυδαία περιγραφή του πρωκτικού σεξ.

Αποτελεί σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό το πουτσο- εκ του ο πούτσος και δεύτερο συνθετικό το -κώλι εκ του ο κώλος, το κωλί.

Στην ουσία περιγράφει με συντομία την ένωση-διείσδυση του πέους με τον πρωκτό.

- Τί έγινε ρε μαλάκα χθες; την πήδηξες τη γκόμενα τελικά;
- Αμέ! Και όχι μόνο...
- Τι ρε, τι;
- Της έριξα κι ένα πουτσοκώλι και το φχαριστήθηκε η καριόλα!
- Μπράβο η Ελενίτσα... και μας το 'παιζε και μυξοπαρθένα...

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified