Έλλην μετανάστης εκ Γερμανίας.

Πλακώσανε και οι λαζοντόιτς απο το σόι του γαμπρού στον γάμο και αρχίσανε τα στο σταθμό του Μονάχου, άχου άχου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νταλικέρης ή ακόμα καλύτερα ο οδηγός της νταλίκας, ο κάπως χαζοδυνατός.

- Και σκάει μύτη στο μπαρ του καραβιού ο νταλίκαμαν και λέει ότι στο Μόναχο τις έπαιρνε δύο δύο τις Γερμανίδες, μόνο που ήτανε πουτάνες και όχι μόνο του τα φάγανε, αλλά του κολλήσανε και μουνόψειρες.

(από Galadriel, 16/02/09)(από suxumuxu, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει την απέχθεια και επιτίμησή μας προς αυτόν στον οποίο το απευθύνουμε.

... και μπαίνει γλύτσης στο γραφείο και κει που πάει να μιλήσει τον κόβει ο ο Τεό και του λέει: - Ούρτ τακ τακ Μογγόλε, που έχεις να πλυθείς κάτι χρόνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω τι σημασία έχει, αλλά το άκουγα από έναν σουρωμένο εργάτη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στον σταθμό Λαρίσης.

(Πέρναγε ο Διευθυντής του τελωνείου και του πετάει ο τύπος:)
- Γεια σου ρε κλαστέ!

Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να σημαίνει κλασάτος, υψηλόβαθμος, αφου απευθυνόταν σε Διευθυντή.
Από: Big Daddy
την: 20/02/08

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.

Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .

Να ποιά είναι η πραγματική Αλεξάνδρα. (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτιμητικά προς υπερφίαλους εκπροσώπους του Γερμανικού φύλου.

Saki : Friedrich !!

Friedrich : ja was ist los Saki ?

Saki : κλαν μαι πουτς ρε αρχιδομαλάκα Friedrich!

Δες και φρίτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάου.

(Theo) - Μια ώρα κάθομαι σαν τον μαλάκα και προσπαθώ να εξηγήσω στον Fiedrich πως δολώνουν το αγκίστρι, αλλά αυτός τίποτα! Όλο φτού και από την αρχή πάμε.

(Saki) - Tι χαλιέσαι ρε Theo, αφού είναι τελείως γκαγκά ο τύπος!

(από Khan, 20/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως τρελαμένος, φευγάτος, ο αλλού γι' αλλού.

Τheo: Κοίτα ρε μαλάκα, σαν την κοκκινοσκουφίτσα ήρθε αυτή ντυμένη στη κηδεία του θείου. Saki: Άσε, την ξέρω, είναι πολύ τσίου το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνει κάποιος τον τελείως αδιάφορο, τον αμέτοχο στα όσα συμβαίνουν γύρω του. Το πρωτοάκουσα στα τέλη της δεκαετίας του '70 από κοπέλες πού είχαν κάνει κοπάνα από το λύκειο.

- Ρε του μίλαγα, του έκανα νοήματα να κατέβει από το μηχανάκι και αυτός τίποτα, έκανε το παπί το κινέζικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified