Αυτή που κάνει τζιβιτζιλικια = σκέρτσα.
Έμπλεξες με τζιβιτζιλού που θα σου κάνει την ζωή σου ποδήλατο μέχρι να την ρίξεις σε κρεβάτι φουκαρά μου!
Αυτή που κάνει τζιβιτζιλικια = σκέρτσα.
Έμπλεξες με τζιβιτζιλού που θα σου κάνει την ζωή σου ποδήλατο μέχρι να την ρίξεις σε κρεβάτι φουκαρά μου!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του «σκατόψυχος».
Είσαι γαμόψυχος αν δεν παραδέχεσαι ότι αυτός που κλέβει γιατί δεν έχει να φάει, είναι αθώος!
Got a better definition? Add it!