Aριθμός καρτοκινητού ο οποίος είναι δηλωμένο σε άλλο άτομο από τον τωρινό του χρήστη. Χρησιμοποιείται για την απόκρυψη παρανομιών όπως δεύτερη γκόμενα όπως επίσης και για ελάσσονες εγκληματικές ενέργειες (νονοί της νύχτας, απαγωγές κτλ). Επειδή όπου υπάρχει παρανομία υπάρχει και κέρδος, έχει στηθεί μια βιομηχανία παραγωγής σιμ καρτών με μη ανιχνεύσιμους δηλωμένους χρήστες συνήθως μετανάστες.

- Μαλάκα τσάκωσα πακιστανικό κινητό για να πάρω κωλ-γκερλ
- Tι κάνει ο άνθρωπος για να γαμήσει….

Got a better definition? Add it!

Published

Αντί του απλού ρήματος αντιδρώ, έχουμε μια φράση η οποία θα ήθελε να ακούγεται σοβαρή και λόγια αλλά είναι δυστυχώς απλά μια ελληνικούρα που συναντάται κατά κόρον σε αθλητικά σάιτς όπου θρύβουν τα ελληνικά εξέδρας,τα μεταφρασμένα αμερικάνικα κτλ. Συνήθως η αντίδραση “βγαίνει” απο μια ομάδα ή παίχτη (αν μιλαμε για ευγενή αθλήματα όπως τέννις) μετά από μια άσχημη περίοδο ασχέτως αν η αντίδραση έφερε τη νίκη ή όχι.

Έβγαλε αντίδραση ο Κεραυνός Κερατέας μετά το γκολ που δέχθηκε στο 75’, πίεσε και ισοφάρισε με σουτ στο 91’, μετά η είσοδος των φιλάθλων διέκοψε το παιχνίδι το οποίο δεν τελείωσε ποτέ.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει πιάνω τα όρια μου, το τερμάτισα, έφτασα στο αμήν. Μοιάζει ηχητικά και νοηματικά με το ντουμανιάζω και το τουμπανιάζω έχει δηλαδής μια εσάνς μεμψιμοιρίας και κακομοιριάς.

To περιφραστικό “πιάνω ταβάνι” μπορεί να έχει και θετική έννοια, όπως για παράδειγμα: έπιασε ταβάνι η επιστημονική μου εργασία, βρήκα το φάρμακο για τη μείωση τoυ αυνανισμού και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τον ΝοnAvnax.

Το ξενόφερτο glass ceiling το φυλάμε για πιο ντελικάτες καταστάσεις μιας και πρόκειται για εμπόδιο ανέλιξης λόγω κοινωνικών διακρίσεων, φύλου κτλ, πράγματα που τα συζητάνε οι μορφωμένοι. Το ταβάνιασμα μπορεί να έχει πιο καθολικό χαρακτήρα, όλοι/όλες μπορούμε να ταβανιάσουμε.

Πω ρε μαλάκα ταβάνιασα με τη σχολή, τρελό διάβασμα χρειάζομαι ξεκούραση τώρα.

Ταβάνιασε η φάση με τη γκόμενα μαλάκα μου, με έχει πρήξει, ήμαρτον!

Got a better definition? Add it!

Published

Το άγευστο ρόφημα, το νερωμένο, αλλιώς και ξέπλυμα. Συνώνυμο των ήδη καταγεγραμμένων νερόπλυμα, νερομπούλι. Προφανώς ηχοποιημένη λέξη που περιγράφει γλαφυρά τη (μη) πυκνότητα του υλικού και τον παφλασμό που δημιουργείται όταν το χύνουμε με αγανάκτηση…

-Μου έφτιαξε ρε μαλάκα ένα καφέ το Μαράκι χθες, σκέτο νερομπούτσι, θέλει και παντριές…

- Τι έγινε χθες Μαράκι με τον Παντελή;
- Αα! τον περιποιήθηκα, καφέ και μετά σεξ
- Ελα ρε, έβγαλε πολύ πράμα;
- Νερομπλούτσι...

- Τι λέει στο σλανγκ.τζιαρ;
- Ηρεμία γενικά, έφυγαν κάτι παλιοί, δεν τα εξηγούν καλά και οι νέοι, νερομπλούτσι φάση
- εεμμ, οι παρέες γράφουν ιστορία….

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη, μου φεύγει η γόβα. Στο κατάλληλο κόνσεπτ βγάζει ραφινάτο χιούμορ (λέμε τώρα!) και όλιγον από υποσκάπτουσα ομοφυλοφιλία.

Δυο φίλοι περπατούν, ένας παραπατάει και τρώει σαβούρδα:
- Ρε συ Τάκη, πρόσεχε, είσαι καλά;
- Ξεγοβιάστηκα ο μαλάκας, χαχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λωρίδα ξύλου σε σχήμα γιου (U, περίπου δηλαδής) το οποίο συγκρατεί το σκάφος έγχορδου όργανου στο κάτω μέρος.

Στη σλανγκ των δρομέων σημαἰνει απροπόνητος, με όχι τρομερές επιδὀσεις. Μιας και το δρομικό κίνημα έχει αλματώδη άνοδο, άλλο τόσο έχουν αυξηθεί και οι κολάντζες. Παραδεἰγματοσχάριν:

Ημιμαραθώνιος Ταυγέτου, 500 μέτρα σχεδόν κάθετη ανηφόρα σε αντιπυρική ζώνη. Ακούγεται φωνή μεσήλικα, ίσως πρώην τεφατζή και νυν αστειἀτορα να αναφέρεται σε συντρέχτες του: Άντε ρε κολάντζες, κουραστήκατε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα εδώ

Εκ του bottleneck, όπου η απόδοση ενός συστήματος ελαττώνεται λόγω ενός μικρού μέρους αυτού. Χρησιμοποιείται από κομπιουτεράδες κατά κόρον όπου κάρτες γραφικών, τσιπς κτλ ψιλογαμιούνται μεταξύ τους.

Got a better definition? Add it!

Published