συκαφρά (τα)
Κονδυλώματα (καλιαρντά). Η ετυμολογία (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο) από το «σύκα» και το «αφροδίσια», ήτοι τα αφροδίσια των κιναίδων.
Πού πας μ' αυτήν/όν χωρίς προφύλαξη; Θα κολλήσεις συκαφρά.
συκαφρά (τα)
Κονδυλώματα (καλιαρντά). Η ετυμολογία (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο) από το «σύκα» και το «αφροδίσια», ήτοι τα αφροδίσια των κιναίδων.
Πού πας μ' αυτήν/όν χωρίς προφύλαξη; Θα κολλήσεις συκαφρά.
Got a better definition? Add it!
Χωριά ευρισκόμενα σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας, Ρεθύμνου κλπ.), των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται εντατικά με την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως.
Κατ' αντιστοιχία προς τα περίφημα μαστοροχώρια του νομού Ιωαννίνων, των οποίων οι κάτοικοι υπήρξαν κατά το παρελθόν ονομαστοί μαστόροι της πέτρας, έχοντας χτίσει σπίτια, γεφύρια και άλλες πέτρινες κατασκευές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.
«Πότε θα κατέβεις στα μαστουροχώρια να μας φέρεις φρέσκο πράμα να ξεχαρμανιάσουμε;»
Got a better definition? Add it!
Νεαρός gay, αγροτοποιμενικής καταγωγής (συνων. βλαχοπουστάκι).
Μας ήρθε απ' την Άνω Τραγοπλαγιά και μας το παίζει λόρδος, το τυροπουστάκι.
Got a better definition? Add it!