Η γκόμενα που έχει σκυλόφατσα και μοιάζει εντελώς καμμένη/κατεστραμμένη. Πολλές φορές η εν λόγω γκόμενα έχει επιπλέον μπάσα φωνή ή/και μιλάει σαν νταλικέρης.

Παρόλα αυτά τα σκυλιά μπορεί να έχουν ωραίο σώμα, οπότε η πλειοψηφία των ανδρών είναι (όπως πάντα) έτοιμη να παραβλέψει τα ανωτέρω γαβγιστερά χαρακτηριστικά και να ρίξει έναν πούτσο αν του κάτσει κανένα...

  1. (Μιλάει η γκόμενα, με βραχνή μπάσα φωνή, περιγράφωντας κάποιον από το μαγαζί που της αρέσει σε μια φίλη της...)
    - Τι μουνί είναι αυτό ρε;!
    - Σιγά, θα μας πάρουνε χαμπάρι!
    - Στο μπούτσο μου ρε μαλάκα, αφού εγώ τον γουστάρω!

(Σχόλια παρευρισκόμενων ανδρών)

- Ω ρε ένα κοπρόσκυλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του αρέσει να κοπροσκυλιάζει όλη μέρα και αν πρόκειται για δουλεία, κάνει τον Κινέζο. Κοινώς ο χαραμοφάης, ο ανεπρόκοπος και τα συναφή...

Επειδή όμως και αυτοί που δουλεύουν δεν αισθάνονται και πολύ ευτυχισμένοι κατά βάθος γι' αυτό τους το κατόρθωμα, ο όρος κοπρόσκυλο έχει αποκτήσει και μια θετική έννοια μέσα στα πλαίσια της φιλικής κουβέντας, παίρνοντας τη σημασία των χαλαρός, αραχτός κτλ. (βλέπε και το site koproskilo.gr, για το κοπροσκύλιασμα ως στάση ζωής...)

  1. - Μα τι κοπρόσκυλο είναι αυτός ο γιος της κυρα-Τασούλας Ευανθία μου; Ξυπνάει το απόγευμα το βράδυ γυρνάει και κοιμάται τα ξημερώματα! - Βρε μπας και δουλεύει νυχτοφύλακας το παιδί;

  2. - Τώρα στις διακοπές θα λιώνω όλη μέρα στο PC... Κοπρόσκυλο θα γίνω!! - Κάτσε ρε, να βγαίνουμε και καθόλου να κοζάρουμε κανένα κωλαράκι... - Καλά, που και που θα κάνουμε και καμιά τέτοια δουλειά, μην μας πούνε και τεμπέληδες!

Η κρυφή γοητεία του κοπροσκυλεύειν... :) (από Cunning Linguist, 07/01/10)math copro... cessor (από GATZMAN, 11/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό φιλί (δηλαδή με γλώσσα) ανάμεσα σε τρία άτομα. Τα εν λόγω άτομα μπορεί είτε να γουστάρουν να φιλήσουν όλοι/-ες όλους/-ες, είτε προσπαθώντας τα δύο άτομα να φιλήσουν το τρίτο (π.χ. δύο άντρες να φιλήσουν ταυτόχρονα μια γυναίκα), μπερδεύουν γλώσσες και γενικότερα τα μπούτια τους...

Α - Τι λιώσιμο ήτανε αυτό μέσα στην θάλασσα ρέεεε!
Β - Ρε μαλάκα, σε μια φάση πάω να φιλήσω την γκόμενα μαζί με αυτόν και έγινε τριπλογλώσσι!
Α - Αφού ρε μαλάκα είχαμε μπλέξει τα μπούτια μας, σκάγανε και τα κύματα πάνω μας και τον είχαμε δαγκώσει...
Β - Κι εγώ που νόμιζα τόσον καιρό ότι δεν γίνονται τέτοια σκηνικά...!
Γ - Γιατί, εγώ που είχα μαστουρώσει στην ξαπλώστρα κι έβλεπα ελέφαντες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρίπτω, φτύνω κάποιον. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω άκυρο.

  1. - Τι έγινε ρε με το γκομενάκι που σε είχε πάρει τηλέφωνο; Βγήκατε;
    - Άσε ρε, μου έριξε άκυρο! Λέει ότι δεν μπορεί γιατί το πήρε χαμπάρι ο γκόμενός της και παπαριές μανίτσα μου...

  2. - Τι έγινε με αυτήν από τη δουλειά σου που γουστάρεις; Της είπες να βγείτε;
    - Όχι ρε, φοβάμαι μην φάω άκυρο...

Δες ακόμη: άκυρο, ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το χαμούρεμα ή το παιχνίδι με μια γκόμενα, όταν κάποιος όντας άσχημα καυλωμένος έχει μουσκέψει κάπως το εσώρουχό του, χωρίς όμως να τελειώσει. Με λίγα λόγια, από την καύλα σταλάζει... Συνώνυμο του ξεροχύνω.

- Άσε ρε φίλε, με τρέλανε η γκόμενα! Έπαιζε για μια ώρα, στο τέλος με φίλησε κιόλας... Είχα κάτι καύλες γάμησέ τα... Στάλαζα σου λέω!

Είπαμε, αλλά αυτός το παράκανε (από Khan, 09/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός της τροχαίας.

- Βάλε τη ζώνη σου γιατί πλησιάζουν Χριστούγεννα και οι τροχόμπατσοι έχουνε βγει παγανιά, μπας και μαζέψουνε τίποτα λεφτά από τα πρόστιμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απίθανος, ο φοβερός, ο ασυναγώνιστος. Χρησιμοποιείται ως θετικός χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων, ενίοτε όμως χρησιμοποιείται και ειρωνικά.

  1. - Πολύ δεινό το παιχνιδάκι που μου έγραψες... Έχω κολλήσει κανονικά μιλάμε...

  2. - Χάχαχα!! Πρόσεξες τι φοράει η Κάτια σήμερα; - Δεινή εμφάνιση, έτσι; Τρελό γούστο στα ρούχα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κολλιτσίδας, δηλαδή ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει πάνω σου σαν βδέλλα και σου ζαλίζει τ' αρχίδια αδιάκοπα και ασταμάτητα. Όσο και να προσπαθείς ευγενικά να του ξεφύγεις, ματαιοπονείς: ή θα τσακωθείς μαζί του μέχρι να σε αφήσει στην ησυχία σου, ή θα μάθεις να ζεις με αυτόν.

  1. - Τι είναι αυτός ρε;; Κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου ζαλίζει τα αυτιά με βλακείες! Άσε που όλο με ρωτάει τι θα κάνω το βράδυ, και να κανονίσουμε, και να βγούμε όλοι μαζί, και μπούρου-μπούρου μαλακίες... Έλεος πια! - Τι να σου πω, έμπλεξες με κολλώδη τύπο... Ρίχτου κανένα μπινελίκι, αλλιώς δεν πρόκειται να σε αφήσει σε ησυχία!

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι δεξιοτέχνης σ' ένα μουσικό όργανο και παίζω πολύ δύσκολα πράγματα από άποψη τεχνικής.

Συνώνυμα: παίζω παπάδες, παίζω τις κάλτσες μου.

- Πήγες προχθές Dream Theater;
- Εννοείται!
- Τι έλεγε η συναυλία;
- Μαλάκα παίζανε τον κώλο τους... Είχα μείνει μαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, μένω με το στόμα ανοιχτό.

- ...και τότε μου στέλνει μήνυμα ο Τάσος ότι με γουστάρει!
- Έλα ρε Γιώργο, σοβαρά; Κι εσύ τι έκανες;
- Τι να κάνω, έμεινα μαλάκας! Κοίτα ρε που το γύρισε κι ο Τασούλης!

(από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified