Η φυλακή.
Έχω πρόβλημα μεγάλο με του μπάτσου το σινιάλο
Είδα αδέρφια να πηγαίνουν στη μαντάλω
Η φυλακή.
Έχω πρόβλημα μεγάλο με του μπάτσου το σινιάλο
Είδα αδέρφια να πηγαίνουν στη μαντάλω
Got a better definition? Add it!
Και «τσούρο». Το λένε και για τον μπάφο. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται, λογικά από το τσιγάρο χωρίς το «γα». Για να μην σε παίρνει πρέφα ο κόσμος το λες και έτσι, ή τσούρο.
- Θα πιω μετά.
- Έλα ρε! Έχεις τσίρο σπίτι;
Got a better definition? Add it!
Συναχωμένος λέγεται ο μαστουρωμένος και συνάχι = μαστούρα.
Αρκετές φορές όμως αναφέρεται, και από τους ρεμπέτες παλιότερα, κυρίως στον τύπο που έχει γίνει από κοκαΐνη, λόγω της σχέσης με τη συναχωμένη μύτη, μιας και η κόκα γίνεται από τη μύτη.
Συναχωμένος μου ’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’ τα χέρια σου κρατάς συνάχι μου μια δίκοπη μαχαίρα.
Got a better definition? Add it!
Έτσι λένε και την Αθήνα όπως λέει ο φίλος πιο πάνω: Προέρχεται από το τούρκικο havuz που σημαίνει πισίνα. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη και για την χωματερή (πιθανόν να σημαίνει λάκκος) εξ ου και η αρνητική έννοια στα ελληνικά. Ε, την Αθήνα την λες και χωματερή...
Από πού πάμε για τη χαβούζα;
Got a better definition? Add it!