Η φυλακή.

Έχω πρόβλημα μεγάλο με του μπάτσου το σινιάλο
Είδα αδέρφια να πηγαίνουν στη μαντάλω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τσούρο». Το λένε και για τον μπάφο. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται, λογικά από το τσιγάρο χωρίς το «γα». Για να μην σε παίρνει πρέφα ο κόσμος το λες και έτσι, ή τσούρο.

- Θα πιω μετά.
- Έλα ρε! Έχεις τσίρο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναχωμένος λέγεται ο μαστουρωμένος και συνάχι = μαστούρα.

Αρκετές φορές όμως αναφέρεται, και από τους ρεμπέτες παλιότερα, κυρίως στον τύπο που έχει γίνει από κοκαΐνη, λόγω της σχέσης με τη συναχωμένη μύτη, μιας και η κόκα γίνεται από τη μύτη.

Συναχωμένος μου ’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’ τα χέρια σου κρατάς συνάχι μου μια δίκοπη μαχαίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε και την Αθήνα όπως λέει ο φίλος πιο πάνω: Προέρχεται από το τούρκικο havuz που σημαίνει πισίνα. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη και για την χωματερή (πιθανόν να σημαίνει λάκκος) εξ ου και η αρνητική έννοια στα ελληνικά. Ε, την Αθήνα την λες και χωματερή...

Από πού πάμε για τη χαβούζα;

(από Khan, 17/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified