Συναχωμένος λέγεται ο μαστουρωμένος και συνάχι = μαστούρα.

Αρκετές φορές όμως αναφέρεται, και από τους ρεμπέτες παλιότερα, κυρίως στον τύπο που έχει γίνει από κοκαΐνη, λόγω της σχέσης με τη συναχωμένη μύτη, μιας και η κόκα γίνεται από τη μύτη.

Συναχωμένος μου ’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’ τα χέρια σου κρατάς συνάχι μου μια δίκοπη μαχαίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του συναχιού η μύτη είναι βουλωμένη, οπότε ο συναχωμένος δεν έχει οσμή, έτσι είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, είναι στην κοσμάρα του, πετάει χαρταετό. Αποτέλεσμα είναι να χάνει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται.

- Ρε Γιάννη, ο δικός σου θα φάει καλά σήμερα, κοίτα πέσιμο που του κάνει το πιπίνι.
- Σιγά μη φάει, δεν τον βλέπεις που είναι συναχωμένος πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστουρωμένος, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, είναι στην κοσμάρα του, πετάει χαρταετό, δλδ δεν την οσμίζεται (τη φτιάξη) όπως ο συναχωμένος δεν έχει οσμή.

Εκτός από το άσμα του Μάρκου (και με αφορμή αυτό) η λέξη λέγεται μεταξύ ρεμπετόβιων και ρεμπετόφιλων για ξεκάρφωμα (και καλά).

Συνάχι = η μαστούρα

«Ο συνάχης» Μ.Βαμβακάρη

Συναχωμένος μου’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’τα χέρια σου κρατάς συνάχη μου μια δίκοπη μαχαίρα

Με ποιον τα’χεις συνάχη μου αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
Την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου, και πας να εγκληματίσεις

-Γεια σου Μάρκο μου με τις όμορφες πενιές σου! (φωνή Γ. Μπάτη)

Κοίτα καλά συνάχη μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις (ωχ μπράβο)
Και κει π’(ου) ανακατεύεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώνεις

-Ωχ! Αχ! Αχ!

Ας’το μπουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν, και πάψε το συνάχι
Και δεν ανακατεύομαι, συνάχη μου, σε ότι κι αν σου λάχει

-Ώπα!

Συναχωμένος μου’ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα
Και μεσ’τα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα

-Μπράβο Μάρκο! (φωνή Γ. Μπάτη)

(από Khan, 14/05/14)(από vikar, 18/03/15)

Ο αναγνώστης παραπέμπεται στα λήμματα συνάχης, σινάχης και μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης για την πραγματική ετυμολογία-προέλευση του λήμματος. Ο παρών ορισμός παραμένει παρότι παραετυμολογικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified